Ο ΑΡΓΟΠΟΡΗΜΕΝΟΣ ΚΑΡΠΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
του Θανάση Τσακίρη

Photo by Karolina Grabowska on Pexels.com
Οι 3 «ρίζες» της πολιτικής οικολογίας
1. Η πρώτη ρίζα απαντάται οπουδήποτε και οποτεδήποτε κάποιοι άνθρωποι σκέφτηκαν ή/και έδρασαν με τρόπους παρόμοιους με αυτούς τους σύγχρονου πράσινου κινήματος. Παραδείγματος χάριν, θα μπορούσαμε να πάμε τόσο πολύ πίσω στο χρόνο όταν οι παλαιολιθικοί κυνηγοί-συλλέκτες μετακινιόντουσαν ομαδικά για να βρουν τροφή μέσα στο πλαίσιο της μη εκμεταλλευτικής οργανικής τους σχέσης με το φυσικό περιβάλλον˙ αντλούσαν από αυτό μόνο τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους χωρίς να επιθυμούν να συσσωρεύσουν πλεονάσματα τροφών, υλικών κλπ. Γράφει ένας σημαντικός στοχαστής για την εποχή εκείνη: «Όταν η ορδή των κυνηγών ακολούθησε για πρώτη φορά τις αγέλες των μεγάλων άγριων ζώων στις εποχικές τους μετακινήσεις, διαμορφώθηκε μια συμβίωση ανάμεσά τους. Όμως εκεί δεν ήταν στην αρχή το ζώο φιλοξενούμενος του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος του ζώου.»
Άλλη περίπτωση είναι το ευρύ πνευματικό κίνημα των Ρομαντικών της Ευρώπης του 19ου αιώνα που αντιδρούσαν στη ραγδαία εκβιομηχάνιση. Μια ιστορία για τις προελεύσεις των Πράσινων ιδεών μοιάζει να έχει κατασκευαστεί μόνο μέσω της αναδιατύπωσης των στάσεων έναντι αυτής της υποτιθέμενης οικολογικής Εδέμ. Οι Ρομαντικοί ποιητές, με τις παραπάνω από περιστασιακές οικολογικές ευαισθησίες τους, ενθαρρύνθηκαν ηθικά από τον ‘ευγενή άγριο’ του Rousseau στη στροφή του 19ου αιώνα.
Στα μέσα του 19ου αιώνα απέναντι στην επέλαση του βιομηχανισμού εκδηλώθηκε και ακόμη μια κριτική που στεκόταν στην καταστροφή της αισθητικής˙ μιας αισθητικής με επίκεντρο το μη ανθρώπινο φυσικό κόσμο. Υποδείχθηκε ως αντίδοτο στην αφιλοτεχνία και την ασχήμια της βιομηχανικής ζωής η «επιστροφή στη φύση», με την έμφαση στην επαρχιώτικη ζωή και την εγκατάλειψη των πόλεων. Επίσης, στα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να μειώνεται η θρησκευτική πίστη και να αναγορεύεται ο άνθρωπος σε Θεό: «Ο αληθινός οικολόγος δεν θα μπορούσε να εμφανισθεί παρά στα μέσα του περασμένου αιώνα» γιατί «όλες οι προηγούμενες εποχές …θεωρούσαν τη γη ως το μοναδικό πεδίο του ανθρώπου ακριβώς λόγο της ύπαρξης του Θεού» αφού «τόσο η θρησκευτική όσο και η φυσική θεολογία ήταν εμποτισμένες με την ιδέα ενός Θεοκεντρικού κόσμου.» Όταν «η επιστήμη ανέλαβε το ρόλο της θρησκείας στα μέσα του 19ου αιώνα, παρήκμασε η πεποίθηση ότι ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο θέτοντας ένα σκοπό και στην ύψιστη θέση τον άνθρωπο.» Όμως, χωρίς την ύπαρξη σκοπού πώς θα επρόκειτο να ζει στη γη ο άνθρωπος; Δεν γινόταν αποδεκτή η ηδονιστική απάντηση να την απολαύσει όσο το δυνατό περισσότερο χρονικά. Εάν είχε γίνει ο άνθρωπος Θεός, τότε είχε γίνει ποιμένας του πλανήτη, φύλακας υπεύθυνος για την οικονομία (oeckonomie) της γης.»
Στις αρχές του 20ού αιώνα, βλέπουμε παραλλαγές του ίδιου θέματος της επιστροφής στη φύση. Οι εμπειρίες του Ernest Thompson Seton (1860-1946) ανάμεσα στους Cree Blackfoot τον ενέπνευσαν για να δημιουργήσει το Woodcraft Folk, αρχικά με το προσωπείο ενός αριστερού προσανατολισμού Πράσινου κινήματος στη Βρετανία του 1920 κι αργότερα ως κίνημα νεολαίας που υπάρχει μέχρι σήμερα Οι Μ. Horkheimer και Τ. Adorno επιδίωξαν να εμπνεύσουν στο Μαρξισμό το σεβασμό στην υπερβατική φύση κατά τη δεκαετία του 1940, με ένα φιλόδοξο και αντιφατικό πρόγραμμα, με αναφορά στην πρωτόγονη μυθολογία. Ο Edward René David (Teddy) Goldsmith, που ίδρυσε το περιοδικό The Ecologist και βοήθησε να δημιουργηθεί το πρώτο σύγχρονο οικολογικό κόμμα People στις αρχές της δεκαετίας του 1980 επηρεάστηκε άμεσα από τα δικά του ταξίδια στην Αφρική και από το έργο της Jean Leidloff, η οποία είχε ζήσει με τους αυτόχθονες του Αμαζονίου προτού δημοσιεύσει το βιβλίο της The Continuum Concept στο οποίο υποστήριζε ότι προκειμένου τα ανθρώπινα όντα –ειδικά τα βρέφη- να επιτύχουν τη βέλτιστη σωματική, πνευματική και συναισθηματική ανάπτυξη χρειάζονται τον τύπο εμπειρίας στην οποία προσαρμόστηκε το είδος τους κατά τη διάρκεια της μακράς διαδικασίας της εξέλιξής τους.
Στις ΗΠΑ την ίδια εποχή, υπήρξε μια σύγκρουση μεταξύ των οπαδών της συντήρησης (preservationism) και των οπαδών της οικολογικής προστασίας (conservationism). Εκ πρώτης όψεως μπορεί να μοιάζει σαν πόλεμος λέξεων αλλά δεν είναι. Στην πρώτη περίπτωση, το αιτούμενο είναι να συντηρείται η άγρια φύση (wilderness) για χάρη της ίδιας της φύσης, για την αξία της φύσης αυτής καθεαυτής. Βασική φυσιογνωμία εκείνου του κινήματος ήταν ο John Muir, ο οποίος ίδρυσε την οργάνωση Sierra Club που είναι μια από σημαντικότερες οικολογικές ενώσεις στη Βόρεια Αμερική. Στη δεύτερη περίπτωση, επιδιώκεται η προστασία των φυσικών πόρων για την αξία της χρησιμότητάς της. Πρωτοστάτης αυτής της τάσης του κινήματος ήταν ο Giffort Pinchot, ο οποίος, αν και αρχικά συμφωνούσε με τον Muir και ορισμένες φορές ένωναν τις δυνάμεις τους, αργότερα υιοθέτησε την άποψη ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έπρεπε να αναλάβει την προστατευτική επιστημονική «διαχείριση» του δασικού πλούτου και την «αξιοποίησή» του προς όφελος της κοινωνίας. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι η προστασία των δασών είναι «η τέχνη της παραγωγής από το δάσος οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου». Για να μπορέσει να πετύχει τους σκοπούς του έγινε ηγετικό στέλεχος της Προοδευτικής πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος επηρεάζοντας τον Πρόεδρο Theodore Roosevelt και αργότερα εξελέγη Κυβερνήτης της Πολιτείας της Πεννσυλβάνια. Η μάχη αυτή με τη μία ή την άλλη μορφή συνεχίζεται ως τις ημέρες μας.
2) Η δεύτερη «ρίζα» της πολιτικής οικολογίας βρίσκεται στις ανησυχίες για την υπέρμετρη αύξηση του πληθυσμού της γης χωρίς να εξασφαλίζεται η επιβίωσή του. Πάλι επιστρέφουμε στο 19ο αιώνα και στις θεωρίες του Thomas Malthus και άλλων επιστημόνων της εποχής του, που διαπίστωναν τη γεωμετρική αύξηση του πληθυσμού σε αντίθεση με την αριθμητική αύξηση της παραγωγής τροφίμων. Η ανάπτυξη των επιστημών της βιολογίας και της γεωπονίας έδειξαν ότι υπάρχει κίνδυνος μείωσης έως και έκλειψης πόρων και ενέργειας. Ο Charles Darwin, εκτός από τη διατύπωση της θεωρία της εξέλιξης, θεωρείται ότι ουσιαστικά προσέφερε την ιδέα των οικοσυστημάτων στη σύγχρονη οικολογική θεωρία. Ένας ζωολόγος ονόματι Ernst Haeckel πρωτομίλησε τότε για μια νέα ιδέα που αργότερα θα γινόταν επιστημονικός κλάδος˙ η ιδέα άκουγε στη λέξη «οικολογία» (oecology). Στο πεδίο της γεωγραφίας, εξάλλου, κέρδιζε έδαφος η ιδέα του πλανήτη ως οργανισμού αλληλοσυνδεόμενων μερών.
Στην Ευρώπη ήταν τόσο έντονη η ανησυχία για τις επιπτώσεις της εκβιομηχάνισης και του εξαστισμού ώστε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα διαδιδόταν η άποψη ότι οι φυσικοί τρόποι ζωής ήταν οι καλύτεροι. Γι’ αυτό και πολλοί άνθρωποι κινήθηκαν ουσιαστικά προς μία μορφή κοινωνικού κινήματος που αποσκοπούσε να φρενάρει την «εξέλιξη». Ρομαντικοί εθνικιστές, συντηρητικοί Γερμανοί οπαδοί της επιστροφής στα landers και παραδοσιακοί νατουραλιστές ηθικιστές, , συσπειρώνονταν σ’ αυτό το Λαϊκό (Volkish) κίνημα που εύστοχα αποκλήθηκε «μαλακή εναλλακτική δεξιά». Ακόμη και μεγάλο μέρος του ακροδεξιού κινήματος των Ναζιστών αναγνώριζε τον εαυτό του σ’ αυτό το κίνημα˙ ο ίδιος ο Χίτλερ έδινε το παράδειγμα ως χορτοφάγος και έγιναν πολλά πειράματα οργανικής κηπουρικής στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Dachau την ίδια εποχή που σ’ αυτό οι Ναζιστές εξόντωναν εκατομμύρια Εβραίων, Τσιγγάνων, κομμουνιστών, δημοκρατών, ομοφυλόφιλων και ανάπηρων συνανθρώπων μας. Η χρήση βιολογικών και οργανισμικών μεταφορών στο λόγο των Ναζιστών δεν ήταν απλή προπαγάνδα καθώς ταίριαζε με την έμφαση που έδιναν στην μυστικιστική πλευρά της ανθρώπινης κατάστασης και με την επιθυμία τους να υποτάξουν το άτομο στην ευρύτερη κοινότητα, κάτι που έχει απήχηση σε ορισμένα άτομα και ομάδες του Πράσινου κινήματος στη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του πρώην Ανατολικογερμανού αντιφρονούντα Rudolf Bahro, ο οποίος από ριζοσπάστης αριστερός και οικολόγος ασπάστηκε τις ιδέες του Volkish σπιριτουαλισμού, εν ολίγοις της σημερινής άκρας δεξιάς και αναζητούσε τον «Πράσινο Αδόλφο».
Για τις δύο αυτές εξιστορήσεις της ιστορίας του οικολογικού κινήματος που διατυπώθηκαν πιο πάνω έχουν υπάρξει αρκετές κριτικές. Ας τονίσουμε κατ’ αρχήν ότι υπάρχουν θετικές πλευρές, όπως η ανάδειξη της σημασίας της επιστήμης για την οικολογία και την επισήμανση της πολυπλοκότητας και της ποικιλομορφίας με την οποία εμφανίζεται το ευρύτερο Πράσινο κίνημα. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι εξιστορήσεις αυτές μοιάζουν να αγνοούν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, τις συνθήκες που συνέβαλαν κάθε φορά στην άνοδο ή στην παρακμή του Πράσινου κινήματος. Παραδείγματος χάριν, η αναζήτηση των ριζών της ιδέας της οικολογίας σε ένα απώτατο προϊστορικό παρελθόν χάνει από τον ορίζοντά της τον χωροχρονικά ιστορικό χαρακτήρα της σημερινής οικολογικής κίνησης, που είναι ένα είδος απάντησης στην καπιταλιστική (και αργότερα στη «σοσιαλιστική») εκβιομηχάνιση και αντιμετώπισης των συνεπειών της. Επίσης η υπερβολική έμφαση στις αναζητήσεις του 19ου αιώνα αγνοεί το γεγονός ότι η μαζική εμφάνιση του οικολογικού κινήματος και η σύνδεσή του με ένα ευρύτερο κοινωνικό ακροατήριο έλαβε χώρα τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα με την ανάδειξη του παγκόσμιου χαρακτήρα πολλών περιβαλλοντικών προβλημάτων (εκρήξεις πυρηνικών εργοστασίων, τρύπα όζοντος, καταστροφή τεράστιων δασικών εκτάσεων στην περιοχή του Αμαζονίου κ.α.). Εκτός αυτών η υπερβολική έμφαση στην επιστήμη αγνοεί ότι τροφοδοτεί μια ελιτίστικη αντίληψη για τα πράγματα αφήνοντας από το πεδίο της οπτικής της τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι.
Γ) Η τρίτη άποψη τονίζει ότι ο σύγχρονος οικολογισμός έχει συγκεκριμένη ιστορική ταυτότητα. Περιβαλλοντικές καταστροφές πάντα ταλαιπωρούσαν τον πλανήτη αλλά μόνο τον τελευταίο αιώνα έγινε φανερό ότι οι σύγχρονες παγκόσμιες καταστροφές απειλούν την ακεραιότητα και την πολυπλοκότητα του οικοσυστήματος. Στην εποχή που διανύουμε το οικολογικό κίνημα απέκτησε παγκόσμιο χαρακτήρα και ιδεολογικές συντεταγμένες. Ταυτόχρονα εκδηλωνόταν η κρίση των κομμάτων της αριστεράς με την κατάρρευση των ανελεύθερων και αντιπεριβαλλοντικών πολιτικο-οικονομικών συστημάτων της ΕΣΣΔ και των λοιπών καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», την ενσωμάτωση της σοσιαλδημοκρατίας στη λογική του φιλελεύθερου καπιταλισμού και την απίσχναση του κράτους πρόνοιας της Δυτικής Ευρώπης και την κατίσχυση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων επιχειρήσεων και την παραχώρηση κρατικού έργου σε ιδιώτες εργολάβους, με αποτέλεσμα τη γενίκευση και την ένταση της οικολογικής κρίσης. Ένα μέρος αυτής της δυσαρέσκειας από την κατάσταση είχε αρχίσει να εκδηλώνεται είτε ως συμμετοχή στα νέα κοινωνικά κινήματα, κατά προτίμηση το οικολογικό, είτε ως αποστασιοποίηση από τα παλαιά πολιτικά κόμματα και τη στροφή προς τα Πράσινα και εναλλακτικά κόμματα. Οι ρίζες, λοιπόν, της σύγχρονης πολιτικής οικολογίας τοποθετούνται στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 όταν πολλοί συγγραφείς, επιστήμονες και ακτιβιστές ενστερνίστηκαν την κριτική κατά του «βιομηχανισμού» και της εκδοχής της νεωτερικότητας που προέτασσε τον εξορθολογισμό και την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση με εκμεταλλευτική λογική. Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση δίνει τροφή για μια πιο έντονη εκστρατεία κατά της κατασπατάλησης των μη ανανεώσιμων πόρων και πρώτων υλών σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο.
Περιβάλλον και βιώσιμη ανάπτυξη
Το διακύβευμα στην περίπτωση του οικολογικού κινήματος είναι η προστασία του περιβάλλοντος, ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας, από τη μια, και από την άλλη η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, ως σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης.
«Περιβάλλον (σύμφωνα με έναν ορισμό) είναι ο χώρος μέσα στον οποίο ζούμε, με στενή και ευρύτερη έννοια, είναι γενικώτερα οι συνθήκες (φυσικές, υγιεινές, πολιτιστικές, κοινωνικές, οικονομικές) υπό τις οποίες διαβιούμε σαν άτομα και σαν ομάδες και σαν σύνολα (από την οικογένεια και την γειτονιά μέχρι το παγκόσμιο σύνολο). Η τεχνική πρόοδος, η συγκέντρωση σε αστικά κέντρα, ο ρυθμός της σύγχρονης ζωής, η ατομικιστική σκέψη και η αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, η σύγκρουση οικονομικών δραστηριοτήτων και ανθρωπίνων απαιτήσεων κ.α. προκάλεσαν όχι μόνο ρύπανση, αλλά γενικώτερα υποβάθμιση (σοβαρή πτώση επιπέδου) του περιβάλλοντος, με σοβαρές επιπτώσεις, στην σωματική και ψυχική υγεία των ατόμων, στην πολιτιστική στάθμη τους κ.α. Σήμερα λαμβάνονται μέτρα από τα κράτη και άλλους φορείς για την προστασία και προάσπιση του περιβάλλοντος, την αποφυγή της ρυπάνσεως και την ελάττωση των δυσμενών συνεπειών της υποβαθμίσεώς του, αλλά χωρίς σοβαρά αποτελέσματα» . Τόσο, λοιπόν, με τη στενή όσο και με την ευρεία έννοια της λέξης περιβάλλον μιλάμε για το χώρο μέσα στον οποίο ζουν, δουλεύουν, σπουδάσουν, ερωτεύονται, ονειροπολούν, ταξιδεύουν οι άνθρωποι αλλά ζουν επίσης και τα ζώα και τα φυτά, αναπτύσσεται ο οργανικός και ανόργανος κόσμος που με τη σειρά τους επιδρούν στους ανθρώπους και στον τρόπο ζωής και σκέψης τους, θέτοντάς τους μπροστά στα όρια των επιδράσεών τους πάνω στη φύση. Η κριτική σκέψη που συγκροτεί την οικολογία ως μέρος των κοινωνικών επιστημών σε σχέση υπέρβασης της οικολογίας ως μιας φυσικο – βιολογικής επιστήμης μπορεί να λειτουργήσει ως απελευθερωτικό κοινωνικό κίνημα και, μάλιστα, καθοδηγητικά ως προς αυτό το γενικότερο χειραφετητικό κίνημα . Τα όρια λοιπόν ορίζουν τους ανθρώπους ως τη σχετική πραγματικότητα ενώ τη φύση ως την απόλυτη πραγματικότητα .
Μια πολιτική για να είναι οικολογική οφείλει να λαμβάνει υπόψη της κάποια βασικά κριτήρια επιλογής στόχων. Κριτήρια για την πολιτική επιλογή των στόχων που πρέπει να προκρίνονται θεωρούνται τα επόμενα. Πρώτον, η αναλογικότητα και η αναγκαιότητα της κρατικής παρέμβασης γίνεται δηλαδή με τρόπο τέτοιο ώστε να μην υπερβαίνει η ζημία το κέρδος που ενδεχομένως θα προκύψει από την παρέμβαση αυτή για το γενικό συμφέρον, και αν ξεκινήσει τελεί σε σχέση αναγκαιότητας με τον επιδιωκόμενο στόχο της οικονομικής ανάπτυξης; Σημαντικό είναι επίσης το κριτήριο της πρόνοιας για την μελλοντική αποφυγή επιδεινώσεων της κατάστασης στην περιβαλλοντική ισορροπία, επιλογή δηλαδή τέτοιας κατεύθυνσης που να οδηγεί σε άριστες ποιοτικά κατασκευές . Το κριτήριο της μη ουσιαστικής υποβάθμισης των περιβαλλοντικών στοιχείων είναι κριτήριο που συνδέεται άμεσα με το προηγούμενο. Τελευταία, αλλά σημαντική είναι αρχή του συνδυασμού των οικονομικών και των οικολογικών σχεδίων, κριτήριο που ουσιαστικά είναι αυτό που διαπερνά όλα τα παραπάνω κριτήρια. Για την υλοποίηση της τελευταίας αρχής – κριτηρίου σημαντικός είναι ο ρόλος δυο ειδών αμφισβητήσεων: αμφισβήτηση των ποσοτικών κριτηρίων ως καταλλήλων για την αξιολόγηση της προόδου και η πρόταξη των ποιοτικών κριτηρίων και η, συνεπαγόμενη από την πρώτη, αμφισβήτηση της παντοδυναμίας των οικονομίστικων – παραγωγίστικων δογμάτων και μοντέλων, σύμφωνα με τα οποία η μεγαλύτερη κατανάλωση συνεπάγεται μεγαλύτερη ικανοποίηση αναγκών, αύξηση της παραγωγικότητας συνεπάγεται αύξηση της κατανάλωσης. Η αμφισβήτηση μπορεί να αναδείξει και να επιβάλει την εισαγωγή των περιβαλλοντικών κριτηρίων στον επίσημο υπολογισμό του κόστους της παραγωγής, δηλαδή λήψη μέτρων για την ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων . Ο αντικειμενικός στόχος της βελτίωσης του περιβάλλοντος εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα στο βαθμό που προσδιορίζεται κάθε φορά με βάση την πλευρά των ιδιαίτερων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων και το στάδιο ανάπτυξης της κάθε κοινωνίας ξεχωριστά αλλά και σε διακρατική – διασυνοριακή βάση .
Η επίλυση του προβλήματος που παίρνει διλημματική μορφή, δηλαδή από τη μια πλευρά προτεραιότητα στη βραχυπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση και από την άλλη παράλληλη και αλληλοσυνδεόμενη μακροπρόθεσμη οικονομική και οικολογική ανάπτυξη λαμβάνει τρεις διαστάσεις που πρέπει να συνυπολογιστούν. Η αξιολογική, δηλαδή η υποκατάσταση της αρχής της κεφαλαιακής αποδοτικότητας από την αρχή της κοινωνικής χρησιμότητας (αξία ανταλλαγής από αξία χρήσης). Η πολιτική, δηλαδή η αυτονομία και αυτοδιαχείριση που συνεπάγεται ουσιαστικά και τον εξανθρωπισμό της βιομηχανικής (αλλά και όχι μόνο βιομηχανικής) επιχείρησης και τη δημιουργία μονάδων παραγωγής φιλικών προς το φυσικό, ανθρωπογενές και πολιτισμικό περιβάλλον στις οποίες οι εργαζόμενοι θα έχουν άμεση γνώση και επαφή με το τελικό προϊόν της εργασίας τους και την κατανομή του. Η τεχνική διάσταση, δηλαδή η εξάλειψη των συνθηκών εκείνων που οδηγούν στα φαινόμενα της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης των εργαζομένων από την ίδια τους την εργασία.
Οι τρεις αυτές διαστάσεις στοιχειοθετούν το βασικό πλαίσιο που οριοθετεί την κεντρική για το οικολογικό κίνημα έννοια της βιώσιμης ή αειφόρου ανάπτυξης που ουσιαστικά σημαίνει ανάπτυξη συμβατή και φιλική με το περιβάλλον. Αυτή η βασική θέση συνδέεται άμεσα με την άλλη θέση που διέπει τη φιλοσοφία της διαχείρισης των πόρων τόσο σε τοπικό και εθνικό επίπεδο όσο και σε διεθνές, πλανητικό επίπεδο . Περιβαλλοντική υποβάθμιση, αντιθέτως, σημαίνει «μη βιώσιμη ανάπτυξη». Αν διαβάσουμε και μελετήσουμε σε βάθος τα διεθνή οικονομικά στοιχεία, τις οικολογικές αναλύσεις, ενδεχομένως να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι «υπάρχουν κοινές αιτίες περιβαλλοντικής υποβάθμισης, ανεξαρτήτως τόπου, κουλτούρας και ανάπτυξης» και να διαπιστώσουμε ότι «η οικονομική ανάπτυξη από μόνη της ούτε προκαλεί ούτε θεραπεύει την περιβαλλοντική υποβάθμιση» .
Προϋποθέσεις που τίθενται για την κίνηση στην κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης θεωρούνται, η καλύτερη αξιοποίηση των γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων των εργαζομένων και του συνόλου των πολιτών, η σώφρων διαχείριση και διαφύλαξη των περιβαλλοντικών πόρων και, τέλος, η χρήση της πλέον καθαρής τεχνολογίας. Η καθαρή τεχνολογία πέραν των επιπτώσεών της στη βελτίωση του περιβάλλοντος λόγω της μειωμένης ανάγκης σε περιβαλλοντικούς πόρους είναι σε θέση να επιφέρει υψηλούς δείκτες εργασιακής απασχόλησης με τις νέες υπηρεσίες με τις νέες υπηρεσίες επισκευής και ανακύκλωσης προϊόντων που θα απαιτούνται. Ο ρόλος του δημόσιου τομέα, των κρατικών αρχών και υπηρεσιών και, πάνω απ’ όλα, των κοινωνικών κινημάτων διαγράφεται σημαντικός σε μια τέτοια προοπτική : «οφείλουν να δημιουργήσουν το απαραίτητο πλαίσιο και τις προϋποθέσεις, να δημιουργήσουν κίνητρα και να άρουν τα εμπόδια ώστε να διευκολύνουν τα άτομα και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις να αντεπεξέλθουν στους ρόλους που τους αναλογούν» . Ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων όμως που σχετίζονται με το περιβάλλον και την οικολογία είναι ακόμη πιο καθοριστικός : κινητοποίηση για την πίεση του κράτους από τη μια για αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης προς την βιώσιμη ανάπτυξη και από την άλλη να δημιουργήσουν συνθήκες ανατροπής δομών και θεσμών που σχετίζονται πρώτα και κύρια με την λογική του κέρδους ως του μοναδικού και παντοδυνάμου κριτηρίου ανάπτυξης. Θέτουν, δηλαδή, ζήτημα ουσιαστικής αμφισβήτησης του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού και όχι απλού «πρασινίσματός του» . Οι θέσεις των θεωρητικών ρευμάτων σε διεθνές επίπεδο μας είναι χρήσιμες για να εξετάσουμε το κατά πόσο τα ελληνικά πολιτικά κόμματα ενημερώνονται κι αφομοιώνουν κριτικά αυτούς τους προβληματισμούς.
Πρώτα απ’ όλα, η φιλελεύθερη θέση συνοψίζεται στη φράση «ο ρυπαίνων πληρώνει». Η λογική αυτή επισημαίνει πως οι εξωτερικές επιβαρύνσεις λόγω της ρύπανσης που επιφέρει η οικονομική δράση πρέπει να αντιμετωπίζονται από τα ενδιαφερόμενα μέρη και μόνο μέσα από ελεύθερες διαπραγματεύσεις. Η ίδια η αγορά με τη δική της λογική μπορεί να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά το ζήτημα αν συμφωνηθεί να δοθούν τιμές στα ελεύθερα αγαθά που πρόσφερε στο παρελθόν απλόχερα η φύση και με κατεύθυνση την ιδιοποίηση με τη λογική της ατομικής ιδιοκτησίας των πηγών αυτών. Η συνεπαγωγή της σκέψης αυτής είναι να ρυθμίζονται οι ρυθμοί ανάλωσής τους σύμφωνα με τους ρυθμούς της ζήτησής τους. Η νεο-φιλελεύθερη αυτή αντίληψη είναι φανερό ότι υπερβαίνει τη θέση του J. Locke και ωθεί στην εμπορευματικοποίηση όλων των ελεύθερων αγαθών που αναγνώριζε η κλασική πολιτική οικονομία και τα οποία ήταν ιδιοκτησία του συνόλου της ανθρωπότητας και της φύσης. Άρα για τους νέους φιλελεύθερους ο πράσινος καπιταλισμός είναι το μέλλον της ανθρωπότητας και της φύσης .
Ο μηχανισμός της αγοράς, θεωρούν οι σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης και οι νεοκεϋνσιανοί πολιτικοί και οικονομολόγοι, όπως λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες του οικονομικού φιλελευθερισμού αδυνατεί να λάβει υπ’ όψιν του τις εξωτερικές επιβαρύνσεις της παραγωγής στην κοστολόγηση και τιμολόγηση του προϊόντος, με συνέπεια να πρέπει το κράτος να αναλάβει να παρέμβει για την προστασία του περιβάλλοντος. Ο πράσινος φόρος είναι η βασική πολιτική παρέμβασης του κράτους που βοηθάει στην εσωτερίκευση της εξωτερικής επιβάρυνσης στην τιμή του προϊόντος ώστε να εξισωθούν τα δυο κόστη : το ιδιωτικό και το κοινωνικό. Η κρατική παρέμβαση, εθνική αλλά και διεθνής στο βαθμό που διεθνοποιείται η οικολογική κρίση θεωρείται απαραίτητη, γιατί η μεγαλύτερη αδυναμία της αγοράς είναι κυρίως η αδυναμία επακριβούς εξακρίβωσης και μέτρησης της εξωτερικής επιβάρυνσης, που μπορεί να γίνει μόνο μέσω των συγκεντρωμένων, ή και αποκεντρωμένων, θεσμών του κράτους (υπουργεία, τοπική αυτοδιοίκηση, πανεπιστημιακές μονάδες και ινστιτούτα ερευνών) .
Πέρα από το νέο φιλελευθερισμό και τη νεοκεϋνσιανή σοσιαλδημοκρατία που αναγνώρισαν το πρόβλημα της μόλυνσης του περιβάλλοντος και πρότειναν λύσεις ανάλογα με τη βασική λογική τους, η Αριστερά, τουλάχιστον στις επίσημες και κρατικές εκδοχές του, είτε αγνοούσε το πρόβλημα έχοντας ως κύριους στόχους του την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με κατεύθυνση το σοσιαλισμό και την κάλυψη των βασικών καταναλωτικών αναγκών των ανθρώπων είτε το θεωρούσε δευτερεύον και το απέδιδε στα παραπροϊόντα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής υποσχόμενος τη λύση του στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας ως πρόβλημα τεχνικής και μόνο. Η κρατική αριστερά των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της μόλυνσης του περιβάλλοντος στις κοινωνίες αυτές και μετά το ατύχημα του Chernobyl αποδείχτηκε περίτρανα ότι η μόλυνση στις κοινωνίες αυτές είχε χειρότερες τιμές απ’ ότι στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Όμως κριτικές φωνές και δυνάμεις υπήρξαν και μέσα στα πλαίσια του χώρου αυτού της παραδοσιακής αριστεράς που, αργά ή γρήγορα, σε ορισμένες περιπτώσεις στη Δυτική Ευρώπη κατάφεραν να επιβάλουν την άποψή τους στους πολιτικούς τους φορείς.
Τα ρεύματα της πολιτικής και της κοινωνικής οικολογίας κατάφεραν να συγκροτήσουν ρεύματα σκέψης που απέρριπταν τόσο τις κυρίαρχες αντιλήψεις που παρουσιάσαμε παραπάνω όσο και τις ακραίες φυσιοκεντρικές αντιλήψεις που μέσα από τους κόλπους της επιστημονικής οικολογίας οδηγούσαν στο μυστικισμό και στο ντετερμινισμό της φύσης. Το ρεύμα της πολιτικής οικολογίας αναδύθηκε από τα πλαίσια των νέων κοινωνικών κινημάτων τα οποία προέκυψαν μετά την ήττα των εξεγέρσεων της δεκαετίας του ‘60 και είχε σαν στόχο την πολύπλευρη παρέμβαση στις εξελίξεις, παρέμβαση που ξεκινούσε από τη συγκρότηση ad-hoc κινημάτων για συγκεκριμένες τοπικές ή εθνικές περιβαλλοντικές κινητοποιήσεις και έφτανε και σε εκλογικές αναμετρήσεις με τα κυρίαρχα κόμματα και δραστηριοποίηση μέσω των κοινοβουλίων – περιφερειακών, εθνικών και ευρωπαϊκού – για την προώθηση της αποκέντρωσης των εξουσιών, της βιώσιμης ανάπτυξης, την αυτοδιοίκηση και αυτοδιαχείριση των παραγωγικών μονάδων, την πολιτιστική και φυσική πολυποικιλότητα, τη βοήθεια προς τον Τρίτο Κόσμο που αντιμετωπίζει και τα μεγαλύτερα οικολογικά προβλήματα κλπ. Αντίστοιχα, το ρεύμα της κοινωνικής οικολογίας, που είναι πιο ισχυρό στις ΗΠΑ και γενικότερα στη Βόρεια Αμερική και στις Αγγλο-σαξονικές κοινωνίες, προωθεί την τοπική αυτοδιοίκηση, τη συνομοσπονδιοποίηση των κοινοτήτων και απορρίπτει τις κεντρικές πολιτικές παρεμβάσεις και το μπόλιασμα του καπιταλισμού με πράσινες περιβαλλοντικές ιδέες, εκφράζοντας έτσι και την αντανάκλαση των ίδιων των πολιτικών δομών των χωρών αυτών και της ιστορίας τους, ιδιαίτερα των ΗΠΑ όπου η δομή των πολιτικών ευκαιριών είναι τόσο στενή που ωθεί τα κινήματα να δραστηριοποιούνται ή στο τοπικό επίπεδο ή στο κεντρικό με τη μορφή των λόμπι και των παρεμβάσεων στη δικαιοσύνη.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ
Ακόμη κι ο Καρλ Μαρξ δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τις οικολογικές συνέπειες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και συναινούσε στην λογική των καπιταλιστών ότι η φύση πρέπει να κατακτηθεί από τον άνθρωπο και να χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση του ανθρώπου. Περισσότερο φως στη φύση έριξε Φρ. Ένγκελς στις μελέτες του για τις πρωτόγονες κοινωνίες δείχνοντας ότι όταν άρχισαν να δημιουργούνται οι ταξικές κοινωνίες χάθηκαν οι ελπίδες για την οικολογική ισορροπία και θεωρούσε ότι ο κομμουνισμός είναι η πραγματική φυσική κοινωνία. Η Σχολή της Φραγκφούρτης υπονόμευσε την άποψη πολλών μαρξιστών ότι «πρόοδος» είναι η χειραφέτηση της ανθρωπότητας από τους περιορισμούς της φύσης. Η Νέα Αριστερά της δεκαετίας του ’60 εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από το έργο του ΧέρμπερτΜαρκούζε, που έχοντας μιλήσει για τον «μονοδιάστατο άνθρωπο» προχώρησε στη δημοσίευση ενός σημαντικού δοκιμίου για την οικολογία και την κριτική της σύγχρονης κοινωνίας. Υποστήριξε ότι το ριζοσπαστικό όραμα χρειάζεται την οικολογία ως την ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την εδραίωσή του. Η αυθεντική οικολογία απαιτεί το μετασχηματισμό του ανθρώπινου χαρακτήρα καθώς και τη διατήρηση και προστασία του εξωτερικού περιβάλλοντος από τη μόλυνση και την καταστροφή που επιφέρει η ύπαρξη του καπιταλισμού αλλά και του σταλινικού μοντέλου της ΕΣΣΔ και του «κρατικού καπιταλισμού. Ορισμένοι κοινωνιολόγοι του νεομαρξιστικού χώρου θεωρώντας ότι το κράτος και η πολιτική διαθέτουν «σχετική αυτονομία» κι έχοντας απορρίψει τον οικονομικού ντετερμινισμό του σοβιετικού μαρξισμού που κυριάρχησε στα κομμουνιστικά κόμματα της Γ΄ Διεθνούς άρχισαν να ψάχνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις την σύνδεση με την οικολογία, χωρίς να ταυτιστούν με την πιο «πολιτισμική» ερμηνεία των «νέων κοινωνικών κινημάτων». Δημιουργήθηκε έτσι το «οικομαρξιστικό» ρεύμα. Η κριτική του ρεύματος αυτού στην κεντρική πολιτική των εργατικών συνδικάτων της δεκαετίας του 1970 ήταν σημαντική διότι τόνιζε πως το «μονοπωλιακό κεφάλαιο» και η «οργανωμένη εργασία» προκειμένου να διατηρήσουν και να επεκτείνουν την ανάπτυξή του και την αύξηση των θέσεων εργασίας προσπάθησαν (και το κατάφεραν) να μεταβιβάσουν στους φορολογούμενους τις δαπάνες για την αποτροπή της περιβαλλοντικής μόλυνσης που προκαλούσαν οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων αυτών καθώς και για την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας. Στα πλαίσια αυτού του ρεύματος δημιουργείται ουσιαστικά ο τομέας της «περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας» ιδρυτής του οποίου είναι ο Allan Schnaiberg που τόνισε ότι χρειάζεται να κατανοήσουμε τις κοινωνικές αιτίες και συνέπειες των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Πολλές από τις αρχικές θέσεις του έγιναν αποδεκτές ως οι βασικές θεωρητικές βάσεις της κοινωνιολογικής ανάλυσης του περιβάλλοντος και ως πλαίσιο προσέγγισης της οργανωμένης εργασίας και του οικολογικού κινήματος, όπως οι εξής:
Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η υποβάθμιση των ανθρώπων είναι μέρος την ίδιας συστημικής διαδικασίας και είναι βαθιά αλληλένδετες.
Το κόστος των περιβαλλοντικών προβλημάτων πέφτει δυσανάλογα στα φτωχά στρώματα του πληθυσμού και τους μη έχοντες πολιτικά δικαιώματα ενώ οι ωφέλειες γίνονται σε δυσανάλογο βαθμό κτήμα αυτών που δημιουργούν τα προβλήματα, δηλαδή στους ισχυρούς και στους προνομιούχους πολίτες.
Οι αιτίες των περιβαλλοντικών προβλημάτων είναι βαθύτατα δομικές, σύνθετες και πολυδιάστατες και δεν είναι αποτελέσματα μοναδικών παραγόντων, όπως ο υπερπληθυσμός, η υπερκατανάλωση ή ανέλεγκτη τεχνολογία.
Η πολιτική ενεργοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών είναι αναγκαία (αν όχι επαρκής) συνθήκη για την περιβαλλοντική και την κοινωνική αναβάθμιση.
.
Αργότερα, δημιουργήθηκε άλλη μία τάση επιστροφής στα γραπτά του Κ. Μαρξ στην οποία πρωτοστάτησε ο John Bellamy Foster. Ανατρέχοντας στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου υποστήριξε ότι ο ίδιος ο Μαρξ υπήρξε ο πρώτος «οικομαρξιστής» ή μάλλον «οικοκομμουνιστής» γιατί ήθελε να καταργήσει την εκμετάλλευση του εργοστασιακού εργάτη της πόλης ταυτόχρονα με την κατάργηση της εκμετάλλευσης του αγροτικού τοπίου από την βιομηχανική γεωργία. Κατά τον Foster, οι στερεότυπες ερμηνείες του μαρξικού έργου εμπεριέχουν μια προμηθεϊκή ανθρωποκεντρική αντίληψη.
Παράλληλα με τον οικομαρξισμό, αναπτυσσόταν το ρεύμα της «πολιτικής οικολογίας». Ο όρος πρωτοδιατυπώθηκε το 1935 από τον Frank Thone. Ως πεδίο επιστημονικής έρευνας αναπτύχθηκε από την δεκαετία του 1970 τόσο σε μελέτες πολιτική επιστήμης όσο και κοινωνικής ανθρωπολογίας.
Η μελέτη ανέδειξε ότι το κόστος και το όφελος που σχετίζονται με την περιβαλλοντική αλλαγή κατανέμονται άνισα. Οι αλλαγές στο περιβάλλον δεν επηρεάζουν την κοινωνία με ομοιογενή τρόπο καθώς οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διαφορές δημιουργούν διαφορές στην κατανομή κόστους και οφέλους. Έτσι η άνιση κατανομή αναπόφευκτα ενισχύει ή μειώνει τις υπάρχουσες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Από αυτή τη διαπίστωση προκύπτει η θέση της πολιτικής οικολογίας ότι «κάθε αλλαγή στις συνθήκες του περιβάλλοντος πρέπει να επηρεάζει το πολιτικό και το οικονομικό κατεστημένο». Η άνιση κατανομή κόστους και οφέλους και η ενίσχυση ή μείωση των προϋπαρχουσών ανισοτήτων επιφέρει πολιτικά αποτελέσματα από την άποψη των μεταβληθέντων σχέσεων εξουσίας. Επιπλέον, η πολιτική οικολογία προσπαθεί να διατυπώσει και να προσφέρει τόσο έναν κριτικό λόγο όσο και εναλλακτικές προτάσεις λαμβάνοντας υπόψη τη αλληλεπίδραση του περιβάλλοντος και των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων. Ο κλάδος της πολιτικής οικολογίας διαθέτει μια «κανονιστική αντίληψη για πολύ καλύτερους, λιγότερο εξαναγκαστικούς και πιο βιώσιμους τρόπους για να γίνονται πράγματα» H πολιτική οικολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ενημέρωση των πολιτικών και των οργανώσεων σχετικά με την πολυσυνθετότητα της σχέσης περιβάλλοντος και ανάπτυξης ώστε να λαμβάνονται πρόχειρες αποφάσεις χάραξης πολιτικής. Μπορεί επίσης να βοηθήσει τις κοινότητες αλλά και τους ερευνητές να κατανοήσουν τις παραμέτρους της λήψης πολιτικών αποφάσεων για το περιβάλλον που εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πολιτικό που τις περιβάλλει, που χαρακτηρίζεται εκτός των άλλων και από πιέσεις οικονομικών συμφερόντων και κοινωνικών ρυθμίσεων. Μπορεί, τέλος, να δείξει πώς οι σχέσεις ανισότητας εντός και μεταξύ των κοινωνικών σχηματισμών επηρεάζουν το φυσικό περιβάλλον, ειδικά στο πλαίσιο των πολιτικών αποφάσεων των κυβερνήσεων.
Στο πλαίσιο της πολιτικής οικολογίας έχουν υπάρξει, όπως είναι λογικό, διάφορες τάσεις και ρεύματα. Στην περίοδο κυριαρχίας της «στρουκτουραλιστικής» αντίληψης η βαρύτητα δινόταν στο ρόλο της οικολογικής επιστήμης σε αντίθεση με την περίοδο της «μεταστρουκτουραλικής» αντίληψης της δεκαετίας του 1990 οπότε άρχισε να δίνεται βάρος στην Πολιτική σε σχέση με την καθαρά οικολογική επιστήμη. Επίσης η πολιτική οικολογία αντλεί πολλά στοιχεία από την πολιτισμική οικολογία που δείχνει πώς η κουλτούρα εξαρτάται και επηρεάζεται από τις υλικές συνθήκες της κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά η πολιτική οικολογία διαφοροποιείται καθώς «εκεί όπου η πολιτισμική οικολογία και η θεωρία των συστημάτων δίνουν έμφαση στην προσαρμογή και στην ομοιοστασία, η πολιτική οικολογία δίνει έμφαση στην πολιτική οικονομία ως δύναμης δυσπροσαρμογής και αστάθειας». Μια περίπτωση χρήσης της πολιτικής οικονομίας για την ανάλυση θεμάτων του περιβάλλοντος είναι έργο του Piers Blaikie που έδειξε ότι υποβάθμιση της Αφρικανικής γης οφείλεται στην πολιτική των αποικιοκρατών και όχι στην υπερεκμετάλλευσή της από τους αφρικανούς αγρότες.
Πέραν αυτών των προβληματισμών, η πολιτική οικολογία στις ημέρες μας θεωρείται ως η μελέτη των καθημερινών συγκρούσεων, συμμαχιών και διαπραγματεύσεων που τελικά καταλήγουν σε ένα είδος καθοριστικής συμπεριφοράς καθώς και τους τρόπους με τους οποίους η πολιτική επηρεάζει ή δομεί τη χρήση των πόρων του περιβάλλοντος. Το ζητούμενο είναι ποιοι εμπλέκονται και ποιο αποτέλεσμα θέλουν να υπάρξει τελικά. Είναι οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι ντόπιοι κάτοικοι, οι βιομηχανίες, η κυβέρνηση της κατεχόμενης γης; Όλοι αυτοί συμμετέχουν στη σύγκρουση σταθμίζοντας τις δυνάμεις τους και τις στρατηγικές και τακτικές των άλλων.
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ
Γιατί, όμως, αναπτύσσεται τόσο πολύ το οικολογικό κίνημα μετά τη δεκαετία του ’60 και παράλληλα άλλα κοινωνικά κινήματα και «ομάδες σκοπού», συχνά σε σύγκρουση με το συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα και τις κλασικές ομάδες συμφερόντων;
Πολλές θεωρίες διατυπώθηκαν για να απαντήσουν σ’ αυτό το ερώτημα. ORonald Inglehart παρουσίασε τη «θεωρία των μεταϋλιστικών αξιών». Ο Inglehart μέσα από τις έρευνές του ανακάλυψε μια μείζονα διαγενεακή αλλαγή των αξιών των πληθυσμών των αναπτυγμένων βιομηχανικών καπιταλιστικών κοινωνιών. Μεταξύ 1970 και 1988 ερεύνησε τα ερευνητικά δεδομένα είκοσι έξη εθνών και τόνισε ότι οι συνέπειες είναι πολύ σημαντικές από πολιτική άποψη. Οι μετασχηματισμοί δεν αφορούν μόνο την άνοδο των δεικτών οικονομικής μεγέθυνσης αλλά και το είδος της επιδιωκόμενης οικονομικής ανάπτυξης. Οι οικονομικές, τεχνολογικές και κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών αλλάζουν την κουλτούρα των κοινωνιών αυτών. Οι αλλαγές που εξετάζει αφορούν τις αντιλήψεις για τη θρησκεία, την εργασιακή υποκίνηση, τις πολιτικές συγκρούσεις, τις στάσεις απέναντι στα παιδιά και την οικογένεια, το διαζύγιο, τις αμβλώσεις, την ομοφυλοφιλία και το περιβάλλον. Βάση του είναι η θεωρία περί αναγκών του Α. Maslow, ο οποίος υποστηρίζει ότι υπάρχει μια ιεραρχία των αναγκών του ανθρώπου που ξεκινά από τη βάση που είναι οι εντελώς φυσιολογικές ανάγκες της τροφής, της ένδυσης, της στέγασης κ.λ.π. και φτάνει στην κορυφή που είναι οι ανάγκες της αυτοπραγμάτωσης. Οι ανάγκες αυτοπραγμάτωσης εξαρτώνται από την προηγούμενη ικανοποίηση των φυσιολογικών αναγκών, των αναγκών ασφάλειας, της ανάγκης της αγάπης και του σεβασμού. Υποστηρίζει ότι η αυτοπραγμάτωση σχετίζεται με τον «μετα-υλισμό» και ότι η ανάδυση μετα-υλικών αξιών προκαλεί πραγματικές αλλαγές στη συμπεριφορά. Όσον αφορά την πολιτική συμμετοχή, οι ανάγκες μεταφράζονται σε δύο θεμελιακές κατηγορίες αξιών: τις υλικές και τις μεταϋλικές. Η θεωρία της «αλλαγής αξιών» υποστηρίζει ότι καθώς ένα αυξανόμενο ποσοστό ανθρώπων αρχίζει να δίνει έμφαση σε μετα-υλικές αξίες, μεταβάλλεται η ημερήσια διάταξη της πολιτικής και το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τις παραδοσιακές ανησυχίες για τις οικονομικές ανάγκες και τις ανάγκες ασφάλειας στις μη οικονομικές αξίες και στις ανησυχίες για την ποιότητα της ζωής στο πλαίσιο των μετα-βιομηχανικών κοινωνιών. Η νεότερη γενιά κοινωνικοποιείται με τις «μεταϋλιστικές» αξίες και δε δίνει βαρύτητα στις βασικές ανάγκες και στην ασφάλεια, όπως οι προηγούμενες.
Αυτή η θεωρία δέχτηκε ισχυρές κριτικές. Πρώτα απ’ όλα, αντιλαμβάνεται την πυραμίδα των αναγκών με στατικό τρόπο, ειδικά για τις βασικές ανάγκες. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960, δεν ήταν εύκολο για μια χαμηλόμισθη υπαλληλική ή εργατική οικογένεια στην οποία μόνο ο άνδρας ήταν εργαζόμενος να αποκτήσει εύκολα πλυντήριο ακόμη και με δόσεις ή γραμμάτια. Σήμερα που εργάζονται και τα δύο φύλα είναι αδιανόητο να μην υπάρχει πλυντήριο ρούχων στο σπίτι. Ο υπολογιστής και το κινητό τηλέφωνο ήταν άγνωστα είδη μέχρι είκοσι χρόνια πριν ενώ σήμερα είναι απαραίτητα εργαλεία όχι μόνο για σκοπούς επικοινωνίας αλλά συχνά και για επαγγελματικό σκοπό. Ό,τι στο παρελθόν της βιομηχανικής καπιταλιστικής οικονομίας ενδεχομένως εθεωρείτο «πολυτέλεια», σήμερα συχνά είναι είδος πρώτης ανάγκης. Επίσης, η θέση του Inglehart για την κοινωνικοποίηση της νέας γενιάς με βάση τις «μεταϋλιστικές» αξίες δεν αφήνει χώρο για την μελέτη καταστάσεων όπως η σημερινή της εντονότατης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που οδηγεί σε πρωτόγνωρες για τις νέες αλλά και τις μεταπολεμικές γενιές συνθήκες αστάθειας, αβεβαιότητας, ανεργίας και επισφαλούς απασχόλησης. Η ύπαρξη και η δράση των νέων κοινωνικών κινημάτων, και ειδικότερα του οικολογικού, δίνει την δυνατότητα στην ευρύτερη κοινή γνώμη να ασπαστεί τις μεταϋλιστικές αξίες χωρίς να υποβαθμίζουν τις βασικές ανάγκες και τις «υλιστικές αξίες». Η αύξηση των θέσεων εργασίας που προσανατολίζονται στην πρόνοια και την ευημερία του πληθυσμού (εκπαίδευση, δημόσια υγεία, κοινωνική εργασία, ωκεανολογία, δασοπονία κ.α.) λόγω αντικειμένου ωθεί σε υιοθέτηση μεταϋλιστικές αξίες. Τέλος, η μη συμπερίληψη της έννοιας του «συμφέροντος» στη θέση του Inglehart αφήνει να νοηθεί ότι δεν συγκρούονται συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα γύρω από το οικολογικό ζήτημα. Κι όμως, η σύγκρουση είναι ταξική γιατί αντιπαρατίθενται από τη μια τα συμφέροντα της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων από τη μια (π.χ. στο θέμα των αυθαιρέτων οικιών) και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από την άλλη (βλ. υποβαθμισμένα γκέτο των ΗΠΑ ή συγκρούσεις για τη χωροθέτηση των σκουπιδότοπων στην Ελλάδα όπως στην περίπτωση του Οβριόκαστρου της Κερατέας στην Ελλάδα).
Οι μεταβιομηχανικές κοινωνίες στις οποίες αναφέρεται η «αλλαγή αξιών» που ανέδειξε η έρευνα του Inglehart αποτελούν προϊόν αλλαγών στη δομή της κοινωνίας που με τη σειρά τους ευνοούν αυτή την αλλαγή αυτή. Η συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης και η μεγέθυνση των νέων μικροαστικών στρωμάτων που συνεπάγεται η άνοδος των τομέων των υπηρεσιών, της πληροφορικής τεχνολογίας, των επιστημονικών καινοτομιών και του κράτους πρόνοιας είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους. Στα στρώματα αυτά παρατηρείται σημαντική άνοδος του μορφωτικού επιπέδου σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, όπως και αύξηση της υλικής ευημερίας και της επαγγελματικής ασφάλειας. Νέες ταξικές ιεραρχίες και μια «νέα τάξη» τεχνοκρατών και διαχειριστών των περίπλοκων μηχανισμών της κρατικής και της ιδιωτικής μεγάλης επιχείρησης δημιουργείται. Επίσης, παρατηρείται μαζική έξοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας με διαφορετικές στοχεύσεις σε σχέση με τον κόσμο των ανδρών εργατών της συρρικνωμένης βιομηχανίας. Από αυτόν τον κόσμο της «νέας τάξης» προέρχονται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό οι συμμετέχοντες στα νέα κοινωνικά κινήματα και ιδιαίτερα στο οικολογικό κίνημα. Στα νέα κοινωνικά κινήματα γενικότερα συμμετέχουν ακόμη δύο ευρείες ομάδες που είτε βρίσκονται στην περιφέρεια της εργατικής τάξης (φοιτητές, νοικοκυρές, συνταξιούχοι, άνεργοι) είτε είναι μέλη των «παλιών μικροαστικών στρωμάτων» (τεχνίτες, αγρότες, καταστηματάρχες) που δεν είναι άμεσα ενταγμένοι στο δίπολο κεφάλαιο-εργασία. Όλες αυτές οι δομικές κοινωνικές αλλαγές αντανακλώνται στην διαμόρφωση των κοινωνικών κινημάτων και των συλλογικών ταυτοτήτων τους.
Η δεύτερη μεγάλη τάση που αναφέρεται στον «οικολογικό εκσυγχρονισμό» τονίζει το μη ταξικό χαρακτήρα του οικολογικού κινήματος. Οι θεωρητικοί της τάσης αυτής δεν θεωρούν ασύμβατο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης με την οικολογική αναγέννηση. Το σύστημα και οι θεσμοί του μπορούν με την νέα τεχνολογία να καταφέρουν αν όχι να επαναφέρουν το περιβάλλον στην παλιότερη κατάσταση τουλάχιστον να ελαχιστοποιήσουν τις αρνητικές συνέπειες. Τα συνδικάτα καλούνται να συνεργαστούν για την ανάπτυξη του «πράσινου καπιταλισμού» και τη δημιουργία «πράσινων θέσεων».
Πώς βλέπουν τα ίδια τα εργατικά συνδικάτα το περιβάλλον και τι κάνουν για την προστασία του; Αρχικά τα συνδικάτα αντιμετώπισαν αμήχανα την άνοδο του οικολογικού κινήματος. Το 19ο αιώνα αγωνίζονταν για ανθρώπινες συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια της βιομηχανικής επανάστασης στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Βέλγιο και τη Γερμανία και αλλού. Οι εργοστασιάρχες εργοδότες είχαν συχνά ολόκληρους δήμους –ειδικά σε ΗΠΑ και Η.Β.- υπό την επιρροή τους μέσω της μεθόδου της δωροδοκίας αλλά και της τρομοκρατίας ώστε να μην ενοχλείται η διαδικασία της παραγωγής και της εκμετάλλευσης από τα ελεγκτικά όργανα και τα συνδικάτα. Οι αρχές δεν έδιναν σημασία για τις συνθήκες εργασίας και για τη μόλυνση που προκαλούσαν οι βιομηχανικές δραστηριότητες τόσο στο χώρο εργασίας όσο και στο εξωτερικό περιβάλλον και στις κοινότητες. Στην Ελλάδα η αργοπορημένη ανάπτυξη της βιομηχανίας είχε αρχικά δημιουργήσει λίγα περιβαλλοντικά προβλήματα με εξαίρεση τις περιοχές του Πειραιά που φιλοξενούσαν οχλούσες βιομηχανικές μονάδες και από τη δεκαετία του 1950 κι ύστερα στην Ελευσίνα και στις πόλεις της περιφέρειας που φιλοξενούσαν μονάδες της ΔΕΗ (Πτολεμαϊδα, Μεγαλόπολη) ή μονάδες όπως η Πεσινέ (Αλουμίνιο της Ελλάδος) στη Βοιωτία. Η παρέμβαση του συνδικαλιστικού κινήματος περιοριζόταν σε ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας εντός του χώρου εργασίας και συχνά αφορούσε διεκδικήσεις επιδομάτων ανθυγιεινής εργασίας σε περιοχές με περιβαλλοντική ρύπανση.
Οι περιβόητοι οικοδομικοί συνεταιρισμοί και η ιστορία τους είναι ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει τη νοοτροπία των συνδικαλιστικών στελεχών και επηρέασε αρνητικά την περιβαλλοντική συνείδηση και κατ’ επέκταση των πολιτικών που ασκήθηκαν όσον αφορά το περιβάλλον. Σε όλη τη διάρκεια της μετεμφυλιακή περίοδο και της μεταπολίτευσης και σε συνδυασμό με το θεσμό της «αντιπαροχής» οι συνεταιρισμοί αυτοί συνέβαλαν στην αλλοίωση του περιβάλλοντος τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο χώρα. Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών άρχισαν σιγά-σιγά να εμφανίζονται δείγματα αλλαγής νοοτροπίας. Ένα παράδειγμα είναι του Συλλόγου Υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας που πήρε μέρος στην κινητοποίηση των οικολογικών οργανώσεων εναντίον της μεταρρύθμισης του 24ου άρθρου του Συντάγματος που θα άνοιγε το δρόμο για περαιτέρω υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος της Ελλάδας.
Η ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Η φράση «οικολογικό κίνημα» είναι έννοια γένους, όπως και η φράση «εργατικό κίνημα». Τα πολιτικά κόμματα που αναφέρονται στο περιβάλλον και την εργασία ως εκπρόσωποί τους είναι έννοιες είδους όπως είναι οι οικολογικές κινήσεις και τα εργατικά συνδικάτα. Αυτό σημαίνει ότι τα κόμματα καλύπτουν μόνο ένα μέρος του κοινωνικού υποκειμένου και πως δεν είναι αυτονόητο ότι η ύπαρξη του κοινωνικού προβλήματος αυτομάτων συνεπάγεται την αύξησης της συνειδητοποίησης και την δημιουργία, κινητοποίηση και εκλογική επιτυχία σε κόμματα που αναφέρονται σ’ αυτά. Εν ολίγοις δεν αρκεί η ύπαρξη διαιρετικών κοινωνικών τομών αλλά χρειάζεται και η κατάλληλη δομή πολιτικών ευκαιριών.
Τα πρόωρα Πράσινα κόμματα ήταν αυτά της Ωκεανίας. Η πρώτη εκλογική κάθοδος έγινε τον Απρίλιο του 1972 με την Ενωτική Ομάδα Τασμανίας (UTG) στις Πολιτειακές Εκλογές της Αυστραλίας, που πήρε το αξιοσέβαστο ποσοστό 3,9% χωρίς να κερδίσει έδρα και να εμποδίσει την κατασκευή ενός φράγματος στη λίμνη Pedder , βάζοντας όμως το θεμέλιο λίθο στην οικοδόμηση του οικολογικού κινήματος και των κομμάτων του που θα εξελίσσονταν σε σημαντικό παράγοντα των δυτικών πολιτικών και κομματικών συστημάτων. Το Νοέμβριο του ίδιου έτος το Κόμμα Αξιών πήρε μέρος στις γενικές βουλευτικές εκλογές της Νέας Ζηλανδίας συγκεντρώνοντας 1,96% χωρίς να κερδίσει έδρα λόγω του πλειοψηφικού συστήματος. Το ίδιο συνέβη και στις εκλογές του 1975 και του 1978 (4% και 6% αντίστοιχα). Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε ήδη από 1973 να εκλέξει δημοτικούς και τοπικούς συμβούλους. Το κόμμα αυτό, μολονότι, έμεινε χωρίς κοινοβουλευτική εκπροσώπηση μετέβαλε το ζήτημα σε πολιτικό διακύβευμα. Δεν ήταν πια μονοθεματικό κίνημα αλλά έθετε ευρύτερα ζητήματα όπως ο πυρηνικός αφοπλισμός, η κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, η μηδενική πληθυσμιακή και οικονομική ανάπτυξη, το δικαίωμα στην άμβλωση και η μεταρρύθμιση της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά και την ομοφυλοφιλία. Κατάφερε, επίσης, να επηρεάσει τα κυρίαρχα κόμματα της χώρας να «πρασινίσουν» τα πολιτικά προγράμματά τους.
Το πρώτο πράσινο κόμμα της Ευρώπης ήταν το Λαϊκό Κίνημα για το Περιβάλλον της Ελβετίας. Ιδρύθηκε στο καντόνι Neuchatelτο 1972. Το πρώτο εθνικού επιπέδου πράσινο κόμμα ήταν το βρετανικό PEOPLEπου δημιουργήθηκε τον Φεβρουάριο του 1973 και το οποίο μετεξελίχθηκε σε Κόμμα Οικολογίας και τελικά σε Πράσινο Κόμμα.
Το Γερμανικό Πράσινο Κόμμα ήταν το πρώτο που κέρδισε εθνικού επιπέδου αναγνώριση και όλα τα φώτα της παγκόσμιας διασημότητας έπεσαν επάνω του. Έχοντας προέλθει από την μεγάλη κινητοποίηση του κινήματος ενάντια στην πυρηνική ενέργεια προσέλκυσε χιλιάδες αγωνιστές/τριες από όλες τις προοδευτικές ομάδες της παραδοσιακής και της νέας αριστεράς που δεν εκπροσωπούνταν ούτε από το σοσιαλδημοκρατικά ούτε από τα παρηκμασμένα γραφειοκρατικά σταλινικά κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις. Στις γραμμές του εκτός από τους οργανωμένους σε μικρές αριστερίστικες ομάδες συσπειρώθηκαν και χιλιάδες μέλη κοινωνικών κινημάτων όπως το αντιρατσιστικό, το φεμινιστικό, το κίνημα δικαιωμάτων κ.α. Το κόμμα ιδρύθηκε το 1980 εκφράζοντας την τάση για αποκέντρωση/αυτοδιαχείριση και τις φιλειρηνικές αξίες. Με σύμβολο το ηλιολούλουδο κατέβηκαν στις ομοσπονδιακές εκλογές του 1983 κερδίζοντας 27 έδρες στην ομοσπονδιακή βουλή.
Στον Καναδά το 1980 κατέβηκαν στις ομοσπονδιακές εκλογές 11 υποψήφιοι εμπνεόμενοι από το βιβλίο του Schumacher “Small is Beautiful” με το ψηφοδέλτιο του Small Party και αντιπυρηνική πλατφόρμα, που αργότερα μετονομάστηκε σε Πράσινο Κόμμα του Καναδά (1983). Το 2004 και για 10 μήνες ο ηγέτης του Πράσινου Κόμματος της Λεττονίας έγινε πρωθυπουργός της συμμαχικής κυβέρνησης με το Κόμμα Αγροτών. Στις εκλογές για τα γερμανικά κρατίδια το 2011, οι Γερμανοί Πράσινοι σημείωσαν μεγάλη άνοδο και στο κρατίδιο Μπάντεν-Βυρτεμβέργης ο Πράσινος ηγέτης έγινε ο πρώτος πράσινος πρωθυπουργός με τη συνεργασία των Σοσιαλδημοκρατών
Το πρώτο Πράσινο Κόμμα που πήρε μέρος σε συμμαχική κυβέρνηση το 1995 ήταν το Φινλανδικό («Πράσινη Λίγκα»). Εκτός από το Φινλανδικό σε εθνικό επίπεδο πήραν μέρος σε κυβερνήσεις τa Βελγικά Groen! ( παλιότερα ονομαζόταν Agalev) και Ecolo, το Ολλανδικό GroenLinks (Πράσινη Αριστερά που περιλάμβανε το ΚΚ κι άλλες ομάδες της αριστερά) Εκτός Ευρώπης σημαντικά είναι οι Πράσινοι του Καναδά, το Πράσινο Κόμμα των ΗΠΑ, ενώ έχουν ιδρυθεί Πράσινα Κόμματα σε όλο τον κόσμο από το Περού ως τη Μογγολία. Εκπροσώπηση διαθέτουν τα περισσότερα πράσινα κόμματα σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα πράσινα πέρα από το να αναδεικνύουν τις θεματικές του περιβάλλοντος και των εναλλακτικών κινημάτων προσανατολίζονται στην εκλογική μάχη και διατάσσουν με ανάλογο τρόπο τις δυνάμεις του. Υπάρχουν, όμως, και κόμματα ή τμήματά τους που δεν δίνουν προτεραιότητα στην εκλογική κινητοποίηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Πράσινου Κόμματος της Αλάσκας που δεν είναι οργανωμένο με βάση τις εκλογικές και πολιτικές περιφέρειες αλλά με βάση τις «βιοπεριφέρειες» δίνοντας προτεραιότητα στη «δημοκρατία των βιοπεριφερειών» και στην τοπική αυτοδιαχείριση. Το 1991 ο οικολόγος Kelley Weaverling εξελέγη δήμαρχος της πόλης Κόρντοβα στη βάση του προγράμματος παραγωγής ενέργειας από εναλλακτικές πηγές όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια και της μείωσης της εξάρτησης από το πετρέλαιο που υπάρχει άφθονο στην περιοχή. Στις βουλευτικές και πολιτειακές εκλογές παίρνει πάνω από το 10% των ψήφων και σε ορισμένες περιοχές ξεπερνά σε ψήφους το Δημοκρατικό Κόμμα. Τέλος, το 2000 στις Προεδρικές Εκλογές η Αλάσκα έδωσε το υψηλότερο ποσοστό ψήφων στον υποψήφιο του Πράσινου Κόμματος Ραλφ Νέϊντερ από όλες τις άλλες πολιτείες των ΗΠΑ
Η πολυσυλλεκτικότητα χαρακτηρίζει τα Πράσινα Οικολογικά κόμματα που περιλαμβάνουν στους κόλπους τους από πρώην μαρξιστές και αριστεριστές ως ειρηνιστές, ακόμη και νοσταλγούς του δεξιού αγροτισμού (αναλόγως της χώρας) συγκροτώντας ένα κίνημα διαμαρτυρίας αρχικά εναντίον του καταστρεπτικού για τη φύση τρόπου ανάπτυξης, των τεχνολογικών επιλογών τύπου ατομικής ενέργειας που απειλούν την υπόσταση του πλανήτη Γη και της ανθρωπότητας. Η διεύρυνση του διεκδικητικού φάσματος των Πράσινων κομμάτων με την υιοθέτηση των αιτημάτων κοινωνικών κινημάτων, μειονοτήτων και μειοψηφιών (αντιμιλιταρισμός, σεβασμός μειοψηφιών/μειονοτήτων, ανθρώπινα δικαιώματα, αντιρατσιστική πάλη, χειραφέτηση των γυναικών) τα οδήγησε στη μαζικοποίηση και στην επιτυχή εκλογική παρέμβαση έως και στις κυβερνητικές θέσεις ευθύνης σε Γερμανία και Γαλλία. Αυτή η πολυσυλλεκτικότητα οδηγεί συχνά σε νέες διασπάσεις και διαλύσεις/ανασυνθέσεις των κομμάτων. Παρά τις κατά καιρούς επιτυχίες τους τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα Πράσινα Κόμματα μοιάζουν ανυπέρβλητα για ορισμένες τάσεις:
• Εμμονή τμήματος της βάσης τους σε μορφές άμεσης δημοκρατίας σε βάρος της αντιπροσωπευτικής. Βέβαια αυτή η θέση μπορεί να έχει μέλλον στο βαθμό που η εξέλιξη της πληροφορικής τεχνολογίας προσφέρει τα κατάλληλα μέσα.
• Δυσπιστία έναντι της ηγεσίας και της επαγγελματικής πολιτικής.
• Δυσκολία μετασχηματισμού των κινημάτων διαμαρτυρίας σε πραγματικά κόμματα (π.χ. η σισύφεια προσπάθεια των Οικολόγων Εναλλακτικών στις αρχές της δεκαετίας του ’90.)
Στη βάση αυτή δημιουργήθηκαν οι κύριες τάσεις και πτέρυγες των Πράσινων Κομμάτων: Ρεάλος και Φούντις που αντιστοιχούν στους «πραγματιστές» και τους «φονταμενταλιστές». Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό των Πρασίνων της Γερμανίας που ήδη από το πρώτο Ομοσπονδιακό Συνέδριο της Καρσλούης (1980) χωρίστηκαν σε Ρεάλος (μεταρρύθμιση μέσω συμμετοχής στην κυβέρνηση) και Φούντις (οικοσοσιαλιστές, ριζοσπάστες οικολόγοι, φεμινίστριες κ.ά.). Η κυριαρχία των Φούντις έληξε το 1988 στο συνέδριο που έγινε στην ίδια πόλη. Οι Ρεάλος άρχισαν να ανεβαίνουν στην «ιεραρχία» βάζοντας στην άκρη ακόμη και εξέχοντα στελέχη της τάσης των Φούντις, όταν η σύγκρουση των τάσεων έγινε τόσο πολωτική και τα εκλογικά αποτελέσματα στις εκλογές των κρατιδίων έδειχναν ραγδαία πτώση και απώλεια εκπροσώπησης στο κοινοβούλιο. Η τελική υπερίσχυση των Ρεάλος έφερε το κόμμα στην κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Πράσινων με πρωθυπουργό τον σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ και Υπουργό Εξωτερικών τον πράσινο Γιόσκα Φίσερ που καταπάτησε τις αρχές της μη βίας και ευθύνεται για τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας στον πόλεμο του Κόσοβου το 1999 και τη συμμετοχή για πρώτη γερμανικών στρατευμάτων σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός συνόρων.
To «success story» των Γερμανών Πρασίνων έγινε αντικείμενο μεγάλης διεθνούς συζήτησης. Γύρω από αυτούς στήθηκαν μύθοι αλλά και εμπόδια. Ορισμένοι από τους μύθους αφορούσαν το ρόλο των προσώπων (π.χ. Πέτρα Κέλλι) στην επιτυχία της πρώτης εκλογική νίκης και της σταθεροποίησης στη δεκαετία του ’80 ή τη «μοναδικότητα» της Γερμανικής ιστορίας».
Το Ελληνικό Οικολογικό Κίνημα
Οι πρώτες φωνές που προειδοποιούσαν για τις συνέπειες της αλόγιστης οικονομικής και οικοδομικής ανάπτυξης στον Ελληνικό χώρο χρονολογούνται, όπως είδαμε, ήδη από τη δεκαετία του 1930. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μοναχικότητά τους. Κανείς δεν έδινε σημασία σε μεμονωμένους «μικροαστούς» επιστήμονες και μη που εθεωρούντο αντιδραστικοί, ουτοπιστές έως και συμφεροντολόγοι. Μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αρχίζουν να πληθαίνουν οι φωνές αυτές και να σημειώνονται οι πρώτες μαζικές κινητοποιήσεις. Από το 1973 ως και το 1981 έγιναν οχτώ (8) μαζικές κινητοποιήσεις στην περιφέρεια, εκτός της Αθήνας . Τα βασικά τους χαρακτηριστικά ήταν η μαζικότητα, η εναντίωση σε ίδρυση νέων βιομηχανιών και η μεταφορά ορισμένων, η αντιπαράθεση σε μεγάλης κλίμακας σχέδια πολυεθνικών, εθνικών ή κρατικών βιομηχανιών, η απόλυτη ή σχετική πολυταξική συμμετοχή πολιτών, η υποκίνηση από ομάδες πρωτοβουλίας βάσης ή συντονιστικές επιτροπές, η επιλογή ίδιων τρόπων κινητοποίησης που καταλήγουν στη μεταφορά του αγώνα στην Αθήνα, η υποστήριξη μη τοπικών οργανώσεων προστασίας περιβάλλοντος (και επιστημονικών επιμελητηρίων και συλλόγων καθώς, ενίοτε, και ευρωπαϊκών οργανώσεων), η αρχική αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων με δυσπιστία έως και εχθρότητα από τα κόμματα ώσπου να εδραιωθούν αυτές, η προβολή ως εναλλακτικών προτύπων της γεωργικής ή / και της ήπιας τουριστικής ανάπτυξης και, τέλος, η άμεση ή έμμεση αποτελεσματικότητα σε όλες τις περιπτώσεις εκτός από αυτές του Βόλου το 1975 και της Θεσσαλονίκης το 1975/6. Οι υπόλοιπες κινητοποιήσεις ήταν οι εξής : Μέγαρα – 1973, Μέθανα – 1973, Πύλος – 1975, Ιτέα – 1975, Κάρυστος 1977/9 και Νεοχώριο Αστακού – 1980/1.
Τη δεκαετία του 1980 θα διαπιστώσουμε ποιοτικές αλλαγές στις μορφές οργάνωσης και στη θεματολογία του κινήματος. Στην Αθήνα το «νέφος» εγκαθίσταται οριστικά στον Αττικό ουρανό, οι θάλασσες κυρίως αυτές γύρω από λιμάνια, μεγάλα αστικά κέντρα και βιομηχανικές περιοχές επιβαρύνονται υπέρμετρα από τα λύματα, τα δάση για πολλούς λόγους αποτεφρώνονται χωρίς αντίστοιχη κρατική φροντίδα αποκατάστασής τους, η μαζική οικοδόμηση αυθαιρέτων εξοχικών κατοικιών είναι στην ημερήσια διάταξη. Τόσο το κράτος με τις πολιτικές του αλλά και τις ελλείψεις παρεμβάσεών του όσο και η πλειονότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων κάθε μεγέθους αδιαφορούν για τις εξωτερικές συνέπειες της δραστηριότητάς τους, και από κοντά η έλλειψη κατάλληλων δημοσίων συγκοινωνιών ωθεί στην υπέρμετρη ανάπτυξη της αγοράς ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτων. Τίθεται, συνεπώς, εκ των πραγμάτων το αίτημα μιας πολύπλευρης κριτικής της κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης και της ανάδειξης ενός νέου πολιτικού λόγου που να θέτει σε κυκλοφορία τις ιδέες της πολιτικής και κοινωνικής οικολογίας. Οι τοπικές οικολογικές ομάδες και κινήσεις πολιτών σε Αθήνα και περιφέρεια εδραιώθηκαν , οι ποικίλες εκδόσεις θεωρητικών έργων ελληνικών και ξένων πολλαπλασιάζονται, τα περιοδικά της πολιτικής και κοινωνικής οικολογίας αυξάνουν την κυκλοφορία τους απευθυνόμενα σε ευρύτερο πλέον κοινό , κάνει δειλά αλλά σταθερά στην αρχή (τέλη δεκαετίας ‘80) και στη συνέχεια με συχνότερες και θεαματικότερες παρεμβάσεις αλλά και με μελέτες και εναλλακτικές προτάσεις το Ελληνικό γραφείο της διεθνούς οικολογικής οργάνωσης Greenpeace. Δημιουργούνται επίσης αντιπροσωπείες άλλων διεθνών οικολογικών οργανώσεων όπως το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF), η οργάνωση Φίλοι της Γης κλπ. Το αίτημα για πολιτική συγκρότηση ενός συντονιστικού φορέα ή ομοσπονδίας που να εκφράζει σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο τις πολύμορφες τοπικές και περιφερειακές παρεμβάσεις τυγχάνει πλέον γενικής αποδοχής στο βαθμό που το υπάρχοντα κόμματα δεν προσαρμόζουν τα προγράμματα και τις δομές τους με τη μερική εξαίρεση της ανανεωτικής και της ευρύτερης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που, έτσι κι αλλιώς, υπερβαίνει τις παραδοσιακές διαιρέσεις. Η κάθοδος του ψηφοδελτίου «Οικολόγοι-Εναλλακτικοί» στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου 1989 και η σχετική, για τα δεδομένα της Ελλάδας αλλά και της ελάχιστης προετοιμασίας, επιτυχία τους σε πανελλαδικό αλλά κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία της Ομοσπονδίας Οικολογικών και Εναλλακτικών Οργανώσεων τον Οκτώβριο του 1989, και την κάθοδο στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 1989 και Απριλίου 1990 με την εκλογή και στις δυο εκλογές των πρώτων οικολόγων βουλευτών στην ιστορία του Ελληνικού κοινοβουλίου.
Τον Οκτώβριο του 1989 δυο αφίσες φάνηκαν να τραβούν το ενδιαφέρον και να ερεθίζουν τη φαντασία των Ελλήνων ψηφοφόρων. Η πρώτη, ένα έγχρωμο αντίγραφο της «Αναδυόμενης Αφροδίτης» του Μοντιτσέλι, δήλωνε ότι «μια νέα πολιτική γεννιέται» και η δεύτερη περιείχε τη φιλική προτροπή «μην τα βλέπεις όλα μαύρα : ψήφισε πράσινο». Αμφότερες είχαν υπογραφεί από τον εκλογικό συνδυασμό «Οικολόγοι Εναλλακτικοί» (στο εξής Ο-Ε) και την «Ομοσπονδία Οικολογικών και Εναλλακτικών Οργανώσεων». Τα μέλη των δυο σχηματισμών στην πρώτη τους διακήρυξη προς το εκλογικό σώμα καταθέτουν τις «βασικές αρχές της πράσινης εναλλακτικής πολιτικής». Το πρώτο και βασικότερο πρόβλημα γι’ αυτούς ήταν η «διατάραξη της οικολογικής ισορροπίαςτου πλανήτη» που υφίσταται γιατί «ο βιομηχανικός πολιτισμός, το σύστημα της αδιάκοπης συσσώρευσης, του κέρδους, της εξουσίας και της κυριαρχίας πάνω στη φύση και τους ανθρώπους δεν παράγει τίποτε άλλο έξω από θάνατο, κρίση, μοναξιά». Όσον αφορά τον κόσμο και την Ελλάδα επιδίωξη των Ο-Ε είναι «ένα σύστημα μη ανταγωνιστικό, ένα σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης (…) που (…) να στηρίζεται στην αποκεντρωμένη και ισόρροπη ανάπτυξη που δεν επιτρέπει να συγκεντρώνεται η παγκόσμια ισχύς σε ελάχιστα κέντρα αποφάσεων (…) και (…) πρέπει να αποκλείει όχι μόνο τη χρήση βίας αλλά και τις ανισορροπίες και την υπερβολική εξειδίκευση που οδηγούν σε αντιπαραθέσεις» . Σε σχέση με την απόρριψη του οικονομικού και πολιτιστικού μοντέλου ανάπτυξης με βάση το οποίο λειτούργησε η Ελληνική κοινωνία μετά τον εμφύλιο πόλεμο και τη συσσώρευση πλούτου κι εξουσίας σε βάρος της κοινωνίας και της φύσης οι Ο-Ε πρότειναν μιαν εναλλακτική λύση, που, σύμφωνα μ’ αυτούς, δεν είναι εύκολη και ψηφοθηρική : «[Σ]τηρίζεται κατ’ αρχήν στον μετασχηματισμό και στην ενεργοποίηση των ίδιων των πολιτών. Στηρίζεταιστην ανάγκη για μια άλλη ζωή εδώ και τώρα. Θεμελιώνεται στην αποκέντρωση, την ενίσχυση της αυτονομίας των περιφερειών, την απόρριψη της αγροτικής, βιομηχανικής ή τουριστικής «μονοκαλλιέργειας», στην αλλαγή πολιτιστικού προτύπου» . Τονίζεται επίσης η αυθεντικότητα της εναλλακτικής αντίληψης : «[Α]ρχίζουμεσήμερα να αλλάζουμε τη ζωή μας, τη σχέση μας με το περιβάλλον, τη σχέση με την εργασία για να μπορέσουμε να μεταβάλλουμετο ίδιο το κοινωνικό και πολιτιστικό πρότυπο» . Για τις εργασιακές σχέσεις προτείνεται «[Η] ανάπτυξη της αυτονομίας και της αυτοδιαχείρισης στην παραγωγή, οι εναλλακτικές και συνεταιριστικές επιχειρήσεις, ο έλεγχος πάνω στο τι και γιατί παράγουμε είναι θεμελιακά στοιχεία μιας πράσινης πολιτικής» . Η υπέρβαση της πατριαρχίας είναι επίσης ένας από τους βασικούς στόχους των Ο-Ε που επιτυγχάνεται με πολλούς τρόπους όπως είναι οι «θετικές διακρίσεις» υπέρ των γυναικών, καθώς και με τη «δημιουργία ενός συστήματος παροχής κοινωνικού μισθού και ασφάλισης για την κοινωνικά αναγκαία οικιακή εργασία και τη φροντίδα των παιδιών, είτε αυτή επιτελείται από τις γυναίκες είτε από τους άντρες» . Προτείνεται διεύρυνση των δικαιωμάτων της νεολαίας, των κοινωνικών και εθνικών μειονοτήτων και των ηλικιωμένων, με βάση την απόρριψη της μεταβολής σε μειονότητες εκείνων των κοινωνικών κατηγοριών που δεν θεωρούνται «παραγωγικά εργαζόμενες» . Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, το ζήτημα της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων : «[Η] αντίληψή μας στηρίζεται σε δύο αρχές : Α. Τη διασφάλιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των κατοχυρωμένων ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων που με τόσους αγώνες κατακτήθηκαν. Β. Αν μέναμε μόνο σ’ αυτό, δεν θα μπορούσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο μας. Το νέο βασικό στοιχείο στο οποίο στηρίζεται η οικολογική εναλλακτική αντίληψη είναι η αρχή της άμεσης δημοκρατίας(…) Κινήσεις πολιτών, συνεταιρισμοί παραγωγής και κατανάλωσης, οργανώσεις νέων, ομάδες γειτονιάς, εργασιακής αυτοδιαχείρισης,, δημοψηφίσματα, ανακλητότητα και εναλλαγή των αντιπροσώπων, σταδιακή επέκταση του θεσμού της κλήρωσης, αποτελούν το θεμελιακό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής μας αντίληψης» .
Στις προγραμματικές δηλώσεις της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα η μοναδική ουσιαστικά αντιπολιτευτική φωνή ήταν αυτή της Μαρίνας Δίζη, της πρώτης οικολόγου που εκλέχτηκε στο Ελληνικό κοινοβούλιο, «τον ιστορικό αυτό θεσμό που θα πρέπει να βρει το συμπλήρωμά του στην άμεση δημοκρατία» . Η κοινοβουλευτική παρέμβαση των Ο-Ε στοχεύει, σύμφωνα μ’ αυτήν, στην εναντίωση «στην πολιτική των κατ’ επάγγελμα πολιτικών» και στο να υπερασπιστεί «την πολιτική των πολιτών και των κοινωνικών τους κινημάτων», επιδιώκει δε τη σύνδεση του κοινοβουλευτικού έργου «με τον καθημερινό αγώνα εκτός Κοινοβουλίου» στην κατεύθυνση της σύνδεσης αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας. Υπεύθυνοι για τις πλανητικές οικολογικές ανισορροπίες θεωρούνται ο καπιταλισμός και ο βιομηχανισμός αλλά και η πλειοψηφία της κοινής γνώμης που βοηθάει στην καταστροφή της βιόσφαιρας «έχοντας αναθέσει το πηδάλιο της αδιέξοδης αυτής πορείας στους πολιτικούς και στους τεχνοκράτες». Η βασική αντιπρόταση των Ο-Ε που κατέθεσε ενώπιον των κοινοβουλευτικών πολιτικών η Μ. Δίζη ήταν η εξής : «να αντιπροτείνουμε τη συνεργασία και αλληλεγγύη των πολιτών, τις αξίες και τις πρακτικές των εναλλακτικών δημοκρατικών κινημάτων της εποχής μας, όπως το οικολογικό κίνημα, το κίνημα των γυναικών, των νέων, της αυτονομίας του Τρίτου Κόσμου, το νέο εναλλακτικό-εργατικό κίνημα, το ειρηνιστικό, το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των μειονοτήτων». Το κεντρικό αίτημα των καιρών, με βάση τη λογική του οποίου η βουλευτίνα των Ο-Ε θα αναπτύξει επί μέρους προτάσεις που θα αποτελούσαν καίρια σημεία προγραμματικών δηλώσεων τις οποίες θα ήταν σε θέση να δεχτεί και να ψηφίσει, δεν ήταν «αυτό που προβάλλουν ομόφωνα τα κόμματα σήμερα, μας λένε δηλαδή «δουλέψτε περισσότερο για να καταναλώνετε περισσότερο»αλλά αντίθετα «πώς θα εργαζόμαστε όλοι και λιγότερο καταναλώνοντας λιγότερο και ζώντας περισσότερο».» .
Τον Απρίλιο του 1990 οι Ο-Ε εξέλεξαν για άλλη μια φορά αντιπρόσωπο στο Ελληνικό κοινοβούλιο, την βουλευτίνα της Β΄ εκλογικής περιφέρειας Πειραιά, Αναστασία Ανδρεαδάκη, η οποία αντικαταστάθηκε, όπως προέβλεπε το καταστατικών της Ομοσπονδίας μετά από δύο χρόνια, από την συνυποψήφιά της Καίτη Ιατροπούλου. Στις κυβερνητικές δηλώσεις της νεοφιλελεύθερης Ν.Δ. καθώς κατά της λογικής του οικονομισμού που, θεωρούσε, ότι διέκρινε και τις πολιτικές των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης απάντησε η Α. Ανδρεαδάκη τονίζοντας ότι «οι παραδοσιακοί διαχωρισμοί ανάμεσα σε οικονομία, περιβάλλον, υγεία, παιδεία, κ.α. έχουν πάψει προ πολλού να υπάρχουν και όπου οι αλληλεξαρτήσεις μεταξύ κοινωνίας-φύσης-θεσμών-ιδεολογίας-πολιτισμού-οικονομίας και τεχνολογίας, αποκτούν τεράστια βαρύτητα» . Στο βαθμό που οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη κρίθηκαν ανεπαρκείς για την συνολική κρίση του πολιτισμικού μοντέλου και στην ουσία διαφημιζόταν η ιδιωτική πρωτοβουλία ως φάρμακο η Α. Ανδρεαδάκη τις καταψήφισε. Τι αντιπρότεινε; «Μια νέα αντίληψη για την οικονομία όπου η οικολογική και η κοινωνική ρύθμιση θα υποκαταστήσει τόσο τον κρατισμό όσο και την ιδιωτική πρωτοβουλία(…) η Οικολογική και κοινωνική ρύθμιση σημαίνουν αποκέντρωση, ανάπτυξη της παραγωγικής αυτονομίας της περιφέρειας, πέρασμα της πρωτοβουλίας στα χέρια της, προστασία των φυσικών πόρων στους οποίους μπορεί να βασιστεί η μελλοντική ευημερία του Έθνους μας» . Δυο σημεία πρέπει να διευκρινισθούν. Πρώτον, ότι με την τοποθέτηση τους αυτή οι Ο-Ε έρχονται πιο κοντά σε θέσεις της ανανεωτικής και εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς όσον αφορά την αυτοδιαχείριση των παραγωγικών μονάδων και την τοπική αυτοδιοίκηση και περιφερειακή παραγωγική αυτονομία. Δεύτερον, παρ’ όλο που αναγνωρίζουν την πλανητική διάσταση της κρίσης εν τούτοις επαναφέρουν από την πίσω πόρτα την έννοια του Έθνους ως βασική μονάδα πολιτικής στόχευσης, ζήτημα που θα αποτελέσει στις αμέσως επόμενες χρονιές θέμα τριβής τόσο έντονο που θα είναι ένας βασικός παράγοντας για τη διάλυση του πολιτικού αυτού σχήματος. Δεν ήταν βέβαια και ο μοναδικός. Πλείστοι όσοι παράγοντες που σχετίζονται με τις ατομικές και ομαδικές επιδιώξεις που ποτέ δεν έγιναν ολοφάνερες, διαφορετικές εκτιμήσεις στρατηγικής και τακτικής που δεν φωτίστηκαν, κοινωνικές και ιδεολογικές ανομοιογένειες που δεν είχαν αρχικά εκφραστεί και, κυρίως, μια τάση αυτοπεριορισμού σε ένα «οικολογικό-εναλλακτικό» γκέτο μακριά από τις βασικές κοινωνικό-ταξικές αναφορές και διεργασίες που ελάμβαναν χώρα. Η «Αναδυόμενη Αφροδίτη» καταδικάστηκε να παραμείνει για πολύ καιρό μια όμορφη αφίσα κολλημένη στους τοίχους της νεφοσκεπούς πρωτεύουσας, ώσπου το 2004 στις ευρωεκλογές κυκλοφόρησε το «κομματικό παιχνίδι» με τίτλο «Αναδυόμενη Αφροδίτη 2.0». Στο μεταξύ είχαν γίνει θνησιγενείς απόπειρες αναβίωσης των Οικολόγων-Εναλλακτικών που απασχόλησαν τα δικαστήρια , αντί να κριθούν στους δρόμους και στις κάλπες. Η «Πράσινη Πολιτική» που συγκροτήθηκε το 1996 ως απόπειρα ανασύνταξης της ριζοσπαστικής οικολογίας συνέβαλε τα μάλα στην δημιουργία του νέου κόμματος «Οικολόγοι-Πράσινοι». Το κόμμα ιδρύθηκε το Δεκέμβριο του 2002, μέσα από τις διαδικασίες μιας πρωτοβουλίας που πήρε το όνομα «Οικολογικό Φόρουμ», η οποία έφερε σε ένα κοινό τραπέζι συζητήσεων μέλη της «Πράσινης Πολιτικής» (ήδη μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Πράσινων Κομμάτων) και μέλη διάφορων τοπικών οικολογικών κινήσεων και ανένταχτους οικολόγους.
Για να ξεκινήσει η συζήτηση για το νέα φορέα το «Οικολογικό Φόρουμ» έθεσε τα εξής κύρια σημεία:
Σε ποιο πλαίσιο καλούμαστε να δράσουμε
Σήμερα, σε συνθήκες «παγκοσμιοποιημένης» περιβαλλοντικής και κοινωνικής κρίσης, η πολιτική οικολογία έχει λόγο ύπαρξης περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Στην Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα, η σαθρή μεγέθυνση της οικονομίας αδυνατεί να συγκαλύψει την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και την αποσύνθεση της κοινωνικής αλληλεγγύης:
* Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού αποξενώνεται όλο και περισσότερο από τα κέντρα αποφάσεων της κεντρικής, τοπικής και κομματικής εξουσίας. Οι πολίτες πιέζονται να λειτουργούν κοντόφθαλμα και να θυσιάζουν την αξιοπρέπειά τους. Τηλεοπτική «δημοκρατία» και παθητικότητα, ανούσια πολιτική αντιπαράθεση αλλά και ακροδεξιά δημαγωγία, καταναλωτισμός αλλά και ανισότητες κυριαρχούν στη ζωή μας.
* Η ολοένα και πιο διπολική αντιπαράθεση του πολιτικού συστήματος ομονοεί -και μέσω των κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών- στην εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών, στην ανεργία και στην «ελαστικοποίηση» των όρων της εργασίας, στην ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών, με το δόγμα της «ασφάλειας» και με ελάχιστες δημοκρατικές εγγυήσεις.
* Το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής περιφέρειας εγκαταλείπεται και καταρρέει, περιθωριοποιείται ή παραδίνεται στον μαζικό τουρισμό.
* Δάση και βιότοποι συρρικνώνονται, πολύτιμοι φυσικοί πόροι της γεωργίας, της αλιείας και του τουρισμού λεηλατούνται και εξανεμίζονται. Η χώρα εκχωρείται στους κοντόφθαλμους διαχειριστές της εξουσίας, στους εντολοδόχους των οικονομικών συμφερόντων και στις ορέξεις των εργολάβων.
* Στις μεγάλες πόλεις βαδίζουν παράλληλα η ρύπανση, το κυκλοφοριακό χάος και οι πιέσεις στους λιγοστούς ελεύθερους χώρους και την περιαστική φύση. Ο πεζός μετατρέπεται σε απειλούμενο με εξαφάνιση είδος, οι πολίτες αποξενώνονται μέσα σε απρόσωπες και αντιαισθητικές γειτονιές.
* Οι ολοένα βαρύτερες επιπτώσεις της Ολυμπιάδας του 2004, οι παράλογες εξοπλιστικές δαπάνες, η επικείμενη εξάντληση των κοινοτικών «πακέτων στήριξης» και το δημόσιο χρέος -που ξεπερνάει το Α.Ε.Π. ενός έτους!- συνθέτουν ένα προβληματικό τοπίο.
Είναι σαφές ότι η οικολογική κρίση δεν περιορίζεται πια στο περιβάλλον αλλά διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό και τις προοπτικές της οικονομίας, δημιουργώντας ένα συνολικότερο έλλειμμα βιωσιμότητας για τη χώρα μας. Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι η καθολική αποτυχία των σημερινών κοινοβουλευτικών κομμάτων να το αναγνωρίσουν και να ασχοληθούν σοβαρά με αυτό.
Στο ιδρυτικό συνέδριο ανατέθηκε σε θεματικές ομάδες να διαμορφώσουν το καταστατικό και τις πολιτικές θέσεις του φορέα, τις οποίες και υιοθέτησε το πρώτο συνέδριο του κόμματος τον Μάιο του 2003 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σύμφωνα με το καταστατικό του κόμματος οι Οικολόγοι-Πράσινοι θα συμμετέχουν στις πολιτικές διαδικασίες για την προώθηση των αρχών και της πολιτική τους στους θεσμούς και την κοινωνία των πολιτών. Η δράση τους λαμβάνει χώρα σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο και ανάλογα με τις περιστάσεις σε Βαλκανικό, Μεσογειακό και Παγκόσμιο επίπεδο.
Οι βασικές αρχές τους, σύμφωνα με το καταστατικό, είναι οι εξής:
– Αειφόρα ανάπτυξη
– κοινωνική δικαιοσύνη,
– μη βία,
– συμμετοχική δημοκρατία,
– ο σεβασμός στην ποικιλότητα, αποκέντρωση και επικουρικότητα,
– προστασία και αποκατάσταση των φυσικών οικοσυστημάτων
– ποιότητα ζωής,
– ατομική και κοινωνική ευθύνη και
– η ισονομία.
Στην ιδρυτική τους διακήρυξη η οικολογία προσδιορίζεται ως δημιουργική, ριζοσπαστική, αυτόνομη, ανεκτική, διεθνιστική, ειρηνιστική, κινηματική, αυτοδιοικητική, συμμετοχική, φεμινιστική, αλληλέγγυα, αντικαταναλωτική, αντιαυταρχική και εναλλακτική.
Οι οργανωτικές αρχές των Οικολόγων Πράσινων στηρίζονται στις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής φιλοσοφίας τους:
2. Συναίνεση και δημιουργική σύνθεση όλων των απόψεων αντί της διχαστικής πρακτικής πλειοψηφίας-μειοψηφίας.
3. Αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, δηλαδή Εναλλαγή, Ανακλητότητα, Δημοψήφισμα
4. Σεβασμός της διαφορετικότητας
5. Αποκέντρωση
6. Διάκριση αρμοδιοτήτων
7. Αναλογικότητα στις εσωτερικές διαδικασίες
8. Όρια θητείας μελών στα όργανα του κόμματος
9. Αρμονική ισορροπία μεταξύ μελών διαφορετικού φύλου
Η οργανωτική δομή έχει ως εξής:
1. Πολιτική Κίνηση που αποτελεί τη βασική οργανωτική μονάδα του φορέα.
2. Περιφερειακές Οργανώσεις
3. Πανελλαδικά Όργανα
-Συνέδριο
-Πανελλαδικό Συμβούλιο
-Εκτελεστική Γραμματεία
Η εκλογική επιρροή των Οικολόγων-Πράσινων ξεπέρασε τις επιδόσεις των Οικολόγων-Εναλλακτικών των αρχών της δεκαετίας του ΄90, δείχνοντας ότι δεν αρκούσε η αντικειμενική ύπαρξη περιβαλλοντικών προβλημάτων προκειμένου να δημιουργηθούν προσδοκίες εκλογικής εκπροσώπησης των κοινωνικών ομάδων που κινητοποιούνταν για την ανάδειξη του περιβαλλοντικού διακυβεύματος. Ούτε αρκούσε η βολονταριστική λογική που διαπερνούσε το εγχείρημα των Οικολόγων Εναλλακτικών για την αύξηση των εκλογικών ποσοστών σε μια κοινωνία που προκρίνει την ιδιωτική λύση των κοινωνικών προβλημάτων (πελατειακό σύστημα) και θέτει σε κατώτερη θέση τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Παράλληλα, όπως τονίσαμε παραπάνω, τα πολιτικά κόμματα του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος «πρασίνισαν» τον προγραμματικό τους λόγου προκειμένου να δείξουν πως δραστηριοποιούνται και σε αυτή την κατεύθυνση. Αν αναζητήσουμε ένα χρονικό σημείο τομής μπορούμε να σταθούμε στην περίοδο της προετοιμασίας και διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και στην πολιτική εκμετάλλευσή τους από τα δύο κυρίαρχα πολιτικά κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, όταν συσπειρώθηκε εκλογικά στους Οικολόγους Πράσινους και στον ΣΥΡΙΖΑ (ως πιο «πράσινος» κομματικός φορέας του υφιστάμενου κομματικού συστήματος). Οι λαϊκές κινητοποιήσεις για τη μόλυνση του περιβάλλοντος στην Ελλάδα αυξήθηκαν. Οι ομάδες πρωτοβουλίας και οι κινήσεις πολιτών πολλαπλασιάστηκαν και αποτέλεσαν μια μαγιά για την εκλογική βάση των Οικολόγων Πρασίνων, που έπρεπε παράλληλα να πείσουν τόσο ένα μέρος από τα μέλη των ομάδων όσο και τους παλιούς ψηφοφόρους που δυσαρεστήθηκαν από το κομματικό σύστημα, να μην απέχουν αλλά να στηρίξουν το κόμμα. Στις βουλευτικές εκλογές της 4/10/2009 οι Οικολόγοι Πράσινοι πήραν 173.449 ψήφους και 2,53% έναντι 75.529 ψήφων (1,05%) του 2007. Αντίστοιχα στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2009 πήραν 178.964 (3,49%) εκλέγοντας τον πρώτο ευρωβουλευτή τους έναντι 40.783 (0,67%) στις ευρωεκλογές του 2004. Παράλληλα στις περιφερειακές, νομαρχιακές και δημοτικές εκλογές κάνουν την εμφάνισή τους μετά το 2006, με έμφαση στο νομό της Θεσσαλονίκης και στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Ειδικά στις Περιφερειακές Εκλογές του 2010 οι Οικολόγοι Πράσινοι κέρδισαν 9 έδρες μόνοι τους και από 2 έδρες μέσω των ψηφοδελτίων συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΔΗΜ.ΑΡ.
Το εκλογικό σώμα που ψηφίζει τους Οικολόγους Πράσινους αποτελείται από αστικής προέλευσης ψηφοφόρους που αυτοτοποθετούνται στις κεντροαριστερές θέσεις του άξονα «αριστερά-δεξιά» . Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σε υψηλές κοινωνικοεπαγγελματικές περιοχές τα ποσοστά τους κυμάνθηκαν μεταξύ 8,5% (Φιλοθέη) και 5,0% ενώ σε περιοχές μισθωτών από 3,5% (Κερατσίνι) ως 2,9% (Άνω Λιόσια). Παρατηρείται, όπως είδαμε και παραπάνω, το ίδιο φαινόμενο με τους Οικολόγους Εναλλακτικούς της περιόδου 1989-1990.
Στις ερχόμενες βουλευτικές εκλογές, όποτε γίνουν, οι Οικολόγοι Πράσινοι φέρονται αποφασισμένοι να συμμετέχουν αυτόνομα. Το ειδικό εκλογικό συνέδριο του κόμματος που διεξήχθη κατά το Σαββατοκύριακο 21-22 Ιανουαρίου 2012 ενέκρινε την αυτόνομη κάθοδο. Σύμφωνα με το δελτίο τύπου των Οικολόγων Πρασίνων:
Έτοιμοι για τις εκλογές είναι οι Οικολόγοι Πράσινοι με την ολοκλήρωση του Εκλογικού τους Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε το Σαββατοκύριακο 21-22 Ιανουαρίου στην Αθήνα. Με συμμετοχή εκατοντάδων συνέδρων από όλη την Ελλάδα και μέσα από ζωντανές διαδικασίες διαλόγου, υιοθετήθηκε το πλαίσιο της πολιτικής πλατφόρμας ενόψει των εκλογών και επιλέχθηκαν τα κεντρικά πρόσωπα της εκλογικής εκστρατείας.
Η Ιωάννα Κοντούλη εκλέχτηκε ως επικεφαλής της εκστρατείας με την προκήρυξη των εκλογών και ο Γιάννης Παρασκευόπουλος ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας. .
Στο σχέδιο Εκλογικής Διακήρυξης οι Οικολόγοι Πράσινοι τονίζουν πως η αποτελεσματική, βιώσιμη και δίκαιη έξοδος από την κρίση περνάει μέσα από:
• Την Πράσινη Στροφή στην οικονομία με επενδύσεις σε τομείς βιωσιμότητας και υποστήριξη της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας
• Αποφασιστικά μέτρα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους και ρευστότητας της ευρωζώνης
• Πολιτικές αλλαγές στους θεσμούς για πραγματική δημοκρατία, συμμετοχή, διαφάνεια και λογοδοσία
• Ένα Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο, που θα βασίζει την ευημερία κυρίως στην ποιότητα ζωής και όχι στην ατομική αγοραστική δύναμη.
Η Ιωάννα Κοντούλη δήλωσε μετά την εκλογή της: «Σήμερα δώσαμε ένα ακόμα δείγμα γραφής στους πολίτες ότι είμαστε αυτό που λέμε. Τόσο με την εναλλαγή στην Ευρωβουλή όσο και με την διαδικασία ανάδειξης επικεφαλής αποδεικνύουμε στην πράξη αυτό που είμαστε, ένα κόμμα συλλογικό με ανθρώπους δραστήριους που λειτουργούν συμπληρωματικά με φυσιογνωμία εντελώς στον αντίποδα του παρηκμασμένου πολιτικού κόσμου . Προετοιμαστήκαμε να δώσουμε τη μάχη μας στην κοινωνία, να διαλύσουμε τις νέες χίμαιρες που ενδεχομένως θα παρουσιαστούν σαν λύσεις του οικονομικού αδιεξόδου στην κοινωνία. Αυτή τη στιγμή το στοίχημα είναι, χαμογελώντας με αξιοπρέπεια στο μέλλον, να στρέψουμε ως κοινωνία σε αξιοβίωτα μονοπάτια, να μιλήσουμε για το πώς παράγουμε και το πώς καταναλώνουμε, να σπάσουμε τα στερεότυπα. Μπορεί να είμαστε οικονομικά φτωχότεροι, αλλά θα ζήσουμε καλύτερα αλλάζοντας πολιτικές αλλάζοντας και εμείς».
Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος πρόσθεσε: «Ξεκινάμε τον εκλογικό μας αγώνα ως απλοί καθημερινοί πολίτες όπως όλοι όσοι πλήττονται από την κρίση, και όχι ως επαγγελματίες πολιτικοί. Έχουμε μπροστά μας μια μεγάλη προσπάθεια για να αναδείξουμε το πραγματικό δίλημμα για τη χώρα, δηλαδή, εάν η Ελλάδα θα αλλάξει πορεία και θα μείνει στην Ευρώπη του 21ου αιώνα ή αν θα συνεχίσει το δρόμο που την οδηγεί στη Λατινική Αμερική της δεκαετίας του ’70».